„Σπύρος και Υιός Α.Ε.“

Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος

Απο τον „Σπύρο (το σαϊνι) και Υιός Α.Ε. στον κύριο „πρώτη φορά Αριστερά“. Παραλιακή, σκυλάδικο, ΛεΠα, πακέτα Ντελόρ, Ουίσκι, σαμπάνια και γκόμενες να κωλοτρίβονται στις γραβάτες. Μήπως, τελικά, αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα;

 

 

 

 

 

Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα;

Πριν μία πενταετία, με αφορμή το πρώτο μνημόνιο που υπέγραφε ο κύριος «Λεφτά υπάρχουν», ένας φίλος από τα παλιά μού είχε στείλει ένα κείμενο που αναφερόταν στην «Σπύρος και Υιός ΑΕ» και περιέγραφε μία πραγματικότητα που όχι μόνον δεν έχει αλλάξει, αλλά είναι πολύ χειρότερη από την αντίστοιχη της εποχής του υπερκαταναλωτισμού με δανεικά. Υπό το φως νέων γεγονότων και εξελίξεων «φρεσκάραμε» κάπως το κείμενο αυτό ώστε να διατηρεί όλη του την νεανικότητα. Αφιερώστε λίγο χρόνο, αν έχετε, και διαβάστε το. Κάποιες από τις πτυχές της ιστορίας που ακολουθεί τις έχω ζήσει όπως ακριβώς περιγράφονται.

Κάπου στα μέσα του 1976, μετά την πτώση της επαράτου, είδα τον Σπύρο να κόβει βόλτες από καφενείο σε καφενείο με δυο-τρεις εφημερίδες στην μασχάλη. Όλες στο πρωτοσέλιδο είχαν την φωτογραφία του «Εθνάρχη» με τα ατάσθαλα φρύδια. Κοτλέ καμπάνα παντελόνι, πουκαμισάκι ξεκούμπωτο με την τρίχα βιτρίνα και τον παχύ σταυρό από τα βαφτίσια του. Έλεγε ιστορίες στους θαμώνες για την εξορία που τον έστειλε η χούντα. «Αυτοεξορισμένος» κι αυτός, στην Σουηδία. Δεν ήταν κι άσχημα τελικά. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία για τα κορόϊδα τους Σουηδούς που τού αγοράσανε αμάξι επειδή είχε κάνει δήλωση πως το δικό του κάηκε. Κρατική ασφάλεια, κοινωνικό κράτος εκεί. Ένα πλαστό χαρτί απώλειας και να’ σου τον με το καινούργιο Volvo.

Με το Volvo ήρθε στην Ελλάδα το 1976 και με την ιδιότητα του αντιστασιακού, αυτοεξόριστου, κατατρεγμένου αντιφρονούντα –αμέσως έπιασε δουλειά. Ένας κολλητός του δούλευε στην Νομαρχία, τμήμα Πολεοδομίας. Κάτι μαγειρέψανε με ένα οικόπεδο, κάτι άδειες πλαστογραφήσανε και με μια αντιπαροχή βρέθηκε με δύο-τρία διαμερίσματα στην κατοχή του. Νοίκιασε τα τρία σε φοιτητές της σχολής που άνοιξε στην πόλη και καθόταν. Τώρα είχε χρόνο να σώσει τους συμπολίτες του από την κατάρα της αντιπαροχής που τσιμέντωσε τα πάντα.

 

Στις αρχές του 1980 η βιομηχανία πήγαινε καλά. Πολύς κόσμος ερχόταν έτσι στις πόλεις, με τον έναν πάνω στον άλλον. Τον Σπύρο τον συνάντησα τότε πάλι στην Αθήνα. Δεν κρατούσε πια «δεξιές» εφημερίδες, αλλά κάτι αφίσες με τον πράσινο ήλιο. Ήταν το 1981. Μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές ο μεσιέ με το ζιβάγκο και η χώρα έμπαινε στη νέα εποχή. Ο Σπύρος ήταν πια πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου στα Πατήσια, αλλά και παράγοντας σε ποδοσφαιρική ομάδα. Έδωσε το Volvo και πήρε μία 318 BMW, με καθίσματα από δερματίνη, χαμηλωμένη. Τα λεφτά έρχονταν μόνα τους από τότε που οργανώθηκε στο κόμμα.

Τον χώσανε οι κολλητοί σε κάτι επιτροπές και ρούφαγε το μερίδιό του από τα πακέτα που έρχονταν από την Ευρώπη. Ο «μεγάλος», ο Ανδρέας, δεν γούσταρε την Ευρώπη, αλλά μια χαρά τα πήγε μαζί της τελικά. Το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» ήταν καλή ατάκα για τα αντανακλαστικά του λαού, αλλά μέχρι εκεί. Ο Ανδρέας ήταν τόσο Ευρωπαίος όσο ήταν και ο Κωνσταντίνος. Όσο ο λαός στην Ελλάδα είχε χούντα, αυτοί και η κουστωδία τους ήταν «εξορία». Όχι, όχι στην Μακρόνησο. Πιο δύσκολη, στην ξενιτειά, Παρίσια, Στοκχόλμες, Τορόντα, Μανχάταν, όπου υπήρχανε αμερικάνικες και αγγλικές πρεσβείες, ακριβώς δίπλα κάνανε τα σπίτια τους

 

Ο Ανδρέας, λοιπόν, έφερε λεφτά από την Ευρώπη με το σύνθημα «αλλαγή». Πακέτα Ντελόρ. Μεσογειακά Προγράμματα. Επιδοτήσεις. Λεφτά, πολλά λεφτά. Από αυτά τα λεφτά, ο Σπύρος ζούσε καλά. Συνδικαλιζόταν στα πράσινα στέκια μαζεύοντας ψήφους για το κόμμα. Με το πακέτο Μάλμπορο να εξέχει από την κωλότσεπη, τα κλειδιά της μπέμπας σε ρόλο κομπολογιού, το μαλλί μπούκλα μπριγιαντομένο, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη πρασινίζοντας τον τόπο. Τα βράδια συνήθως άφηνε στο σπίτι την κυρά και πήγαινε να «σηκώσει» το κοινωνικό του προφίλ με κολλητούς από κάτι υπουργεία.

Παραλιακή, σκυλάδικο, πρώτο τραπέζι, άσπρη κάλτσα, καφέ λουστρίνι εισαγωγής, ΛεΠα, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια μαζί, πιάτα και γαρύφαλλα, γκόμενες να κωλοτρίβονται στις γραβάτες, τσιφτετέλια στην πίστα με το χέρι στον αέρα να μοστράρει το μακρύ νύχι του μικρού δαχτύλου με το δαχτυλίδι. Παχύς χρυσός, με πράσινη πέτρα επάνω. Ξημερώματα για πατσά στην Συγγρού, δίπλα στις πουτάνες.

Αρχές δεκαετίας του 1990. Ο γυιος του Σπύρου μεγάλωσε και ήταν πια στο Λύκειο. Από το Γυμνάσιο, όμως, ήταν «ενεργός» πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς που κατέβαινε στις σχολικές εκλογές με το κόμμα. Το κόμμα ήταν παντού. Όχι ακόμα στα νηπιαγωγεία, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλέξεις το κοπάδι σου. Ο γυιος ήταν άξιο τέκνο του Σπύρου. Είχε μάθει τα κόλπα πώς να βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές, στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα στους λεωφορατζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στην τσεπούλα και όλοι μια χαρά.

Ο γυιος είχε εξαντλήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα, όλα με λίγο λάδωμα από τον μπαμπά κυλάνε καλύτερα. Άλλωστε, ο διευθυντής του σχολείου είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες στο κόμμα. Ο Σπύρος είχε καημό ο γυιος του να πάει στο Κολλέγιο Αθηνών, αλλά δεν του έκατσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του εφοπλιστή, του εφημεριδά και του μεγαλεμπόρου. Αργότερα, οι μπίζνες με ποιους θα γίνονταν; Με αγνώστους; Με τους συμμαθητές, φυσικά! Αλλά και έτσι, όλα τακτοποιήθηκαν.

Στις αρχές του 1990 ο γυιος του Σπύρου, αφού πήγε δυο χρόνια διακοπές στην Αμερική, γύρισε με πτυχίο μάρκετινγκ. Έμαθε απ’ έξω όλα τα καφέ του Γέηλ και τις μαζορέτες των αδελφάτων, αλλά τα αγγλικούλια του ήταν επιπέδου Ελεμέντερι. Γύρισε λοιπόν στην Ελλάδα πτυχιούχος και με κάτι μαγειρεμένες επιδοτήσεις άνοιξε διαφημιστική εταιρεία, ξήγα του μπαμπά. Το μαγαζί πήγε καλά από την αρχή, καθώς έπαιρνε «αβέρτα» δημόσια έργα. Τουριστική προβολή νόμου τάδε 150.000, οργάνωση εκθέσεως υπουργείου Τουρισμού 900.000, έντυπα Περιφέρειας 1.200.000, κονκάρδες για τον Δήμο 500.000 …και πάει λέγοντας.

Πουλούσε και μίντια στα κανάλια που γέμισαν τον τόπο. Ελεύθερη τηλεόραση, γαρ. Είχε κάνει κολλητούς μερικούς νομάρχες και δημάρχους και έπαιρνε την δουλειά. Με διαγωνισμό πάντα. Διαφανέστατα. Ήξερε καλά πως, αν δεν τα χώσεις μαύρα, δεν θα πάρεις την δουλειά. Έτσι, ένας δούλευε, δέκα πληρώνονταν. Ένας έσκαβε (και αυτός με stage επιδοτήσεις) και δέκα κονομάγανε. Η πιο κερδοφόρα δουλειά στην Ελλάδα έγινε ο αέρας.

Χρυσοπληρωμένοι αεριτζήδες, πετυχημένοι και κονομημένοι. Έτσι και ο γυιος του Σπύρου. Άλλαξε το φοιτητικό κόκκινο Celica με το μπουρί από πίσω και πήρε μια καγιέν μαύρη. Την τούρμπο με φυμέ τζάμια. Αριθμός κυκλοφορίας ΑΜΡ-7777. Ήθελε να τον καταλαβαίνουν όλοι και ένας κολλητός των συγκοινωνιών τού έδωσε το νούμερο. Δεν ήθελε όμως να φαίνεται στην εφορία, γι αυτό και το καγιέν το «έβαλε» στην οφ-σορ του που είχε έδρα την Κύπρο. Εταιρικό το αμάξι, όπως και η γκαρσονιέρα που αγόρασε για ειδικές περιπτώσεις στο Κολωνάκι, κοντά στου Σημίτη, για να τον χαιρετάνε οι μπάτσοι της φρουράς. Στις γκόμενες που ξεμονάχιαζε εκεί έλεγε πως ήταν σύμβουλος του ΥΠ.ΠΟ, έτσι για φιγούρα. Ψέμματα, βεβαίως, δεν ήταν σύμβουλος, πελάτη τον είχε.

Ο μπαρμπα-Σπύρος ήταν περήφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγει στην σύνταξη από τα πενήντα του, «δουλεύοντας» το ΤΕΒΕ με πλαστά παραστατικά εργασίας από την Σουηδία, αλλά έβγαζε χοντρά φράγκα από τότε που το κόμμα τον έβαλε σύμβουλο στο κρατικό κανάλι. Πολλά λεφτά! Και δεν πατούσε το πόδι του εκεί. Από την Μύκονο τηλεφωνικώς οι πολύτιμες συμβουλές του, μέσα από την πισίνα ή το τζακούζι που έφερε από την Σουηδία να τού θυμίζει την ξενιτειά. Έφερε και μια σάουνα, αλλά την πήγε στο άλλο εξοχικό, στην Αράχωβα. Από την Μύκονο ερχόταν στην Αθήνα μόνο για τα συμβούλια με υπουργούς, για να ζεσταθεί το κονέ. Έτσι κι αλλιώς, με το σκάφος μια ώρα ήταν η Γλυφάδα από την Μύκονο –και τρως και καμμιά αστακομακαρονάδα στο διάμεσο, να διαπιστευτεί το στάτους. Και τα σκυλάδικα κοντά, λίγο άλλαξαν από το ηρωικό ’80. Το κόλπο του χρηματιστηρίου τούς άφησε πολλλλλλλά κέρδη.

Ήταν μέσα στις κομπίνες που φούσκωναν ανύπαρκτες εταιρείες πιο γρήγορα και από την φαρίνα Γιώτης. Όταν δόθηκε το σύνθημα, τα φράγκα μεταφέρθηκαν στην Ελβετία με τσουβάλια και είναι εκεί για τα γεράματα. Ο μπαρμπα-Σπύρος έμαθε πως ο καλύτερος φίλος του, στο πατρικό του δίπλα, αυτοκτόνησε από την απόγνωση. Έχασε τα πάντα. Ο Σημίτης, που είχε ψηφίσει, τον είχε διαβεβαιώσει πως το χρηματιστήριο θα τον κάνει πλούσιο και εκσυγχρονισμένο. Ο Σπύρος έστειλε στεφάνι, μια που δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, είχε επιτροπή.

Στα μέσα του 2000 πατέρας και γυιος μπήκαν στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των εποχών. Αρμέγανε από παντού, ήταν πια κολλητοί με τους πάντες και διαχειρίζονταν μίζες και λάδια. Σι Φορ Άϊ, Αντίρρια και Ολυμπιακά Έργα, κατασκευές, ό,τι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η ολυμπιακή φλόγα έφερε πολύ χρήμα. Ο Σπύρος έχει ακόμα την δάδα της φλόγας, την μετέφερε και αυτός για 50 μέτρα, αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν «καμένες» επειδή γυάλισε στον ήλιο το ολόχρυσο ρόλεξ και το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα στο μικρό δάχτυλο με το μακρύ νύχι.

Κάπου σ’ αυτή την εποχή έχασα τα ίχνη του Σπύρου και του γυιου του. Είχα και εγώ τα δικά μου προβλήματα επιβίωσης. Έμαθα πως αγόρασαν σπίτια στο Σαν Φρανσίσκο και στο Λονδίνο για τις δύσκολες ώρες. Μάλλον είχαν την πληροφορία πως η Ελλάδα θα γίνε επικίνδυνος τόπος για την κάστα τους και έφυγαν νωρίς. Όπως οι καλοί κλέφτες –μια καλή μπάζα και εξαφανιζόλ. Να όμως που ο Σπύρος και κυρίως ο γυιος του, δεν το βάζουν κάτω. Στο Λονδίνο όπου είναι αραγμένοι, γιατί κάπου ήταν σκούρα τα πράγματα στην Ελλάδα γι αυτούς, είχαν μπει για καλά στο πράσινο κατεστημένο που σήμερα παίζει μπάλα με τον «πρώτη φορά αριστερά». Έτσι ο Σπύρος, με μικρό πλέον νύχι, δημιούργησε την Λέσχη Στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ και με κάτι κονέ που κατάφερε να έχει με ανθρώπους του ΣΔΟΕ προσπαθεί να αποφύγει ενοχλητικούς ελέγχους. Έτσι, μαζί με τον κανακάρη του, το παίζει φουλ «αντιμνημονιακός» και σε κάποια φάση, μετά που τον σύστησαν στον Γ.Βαρουφάκη, άρχισε να πιπιλίζει και την καραμέλα της δραχμής. Και, όπως μού είπε, είναι αποφασισμένος να ποντάρει τα ρέστα του στην δραχμούλα.

«Για όλους εμάς που στηρίξαμε τις αλλαγές στην Ελλάδα, είναι η τελευταία ευκαιρία μας», μονολογούν οι Σπύρος και Υιός ΑΕ και ρουφάνε ένα Chivas 30 ετών. Έτσι, για να ξεδώσουν.

@Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος 12/09/20015

Πηγή: http://kourdistoportocali.com/post/46837/paraliaki