Από την πολιτική που θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξαρτηθεί αναστροφή της καταστροφικής πορείας της χώρας και η διέξοδος από τα αδιέξοδα ή η συνέχεια της καταστροφικής πορείας της και η πλήρης της καταστροφή
του Δαμιανού Βασιλειάδη
Εισαγωγή στην μέθοδο ανάλυσης
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης είχε διατυπώσει την μέθοδο έρευνας που εφάρμοζε ο ίδιος και που συνιστούσε και στους άλλους επιστήμονες ή όσους είχαν την επιθυμία να ασχολούνται επιστημονικά με τα θέματα της αντικειμενικότητας: «Ορθώς απορείν». Δηλαδή από μεθοδολογικής πλευράς πρέπει να αμφιβάλεις για τα πάντα, έως το ανυπόθετον, και να εφαρμόζεις την ανεξάρτητη κριτική σου σκέψη, αλλά και το ελεύθερο φρόνημά σου, να είσαι «απελεύθερος», για να αναλύεις την αντικειμενική αυτή πραγματικότητα.
Έκτοτε πολλοί μαρξιστές κα μη αναγνώρισαν, ίσως μετά από πολλά εγκληματικά λάθη που έκαναν, την απλή αυτή μεθοδολογική αλήθεια. Ενώ πριν είχαν μια δογματική και ολοκληρωτική άποψη για πρόσωπα και πράγματα, ανακάλυψαν στο τέλος της ζωής τους συνήθως ότι όλη τους η ζωή και δράση ήταν ένα εγκληματικό λάθος. Σχετικά με τους αριστερούς αυτό αφορά κυρίως όσους εντάχθηκαν στον ολοκληρωτισμό του σταλινισμού. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα από δηλώσεις «μετανοίας» ηγετικών διανοουμένων και στελεχών της Αριστεράς.
Ένα δεύτερο και σημαντικό χαρακτηριστικό εκτός από το «ορθώς απορείν» είναι και το πρόβλημα της κριτικής και αυτοκριτικής. Συνήθως οι αστοί και μικροαστοί αποφεύγουν, όπως ο διάβολος το λιβάνι, την κριτική και αυτοκριτική και την απωθούν στο υποσυνείδητό τους, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο αποφεύγουν την κριτική και αυτοκριτική, όσοι είναι γαλουχημένοι και διακατέχονται και από τον σταλινισμό. Επειδή έχω την πεποίθηση ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό είναι κυρίαρχο, ακόμη και σήμερα, καλυμμένο (καμουφλαρισμένο), γι’ αυτό θεωρώ ότι ο διάλογος και αντίλογος που διεξάγεται συνήθως είναι προσχηματικός και υποκριτικός. Με μια λέξη: Οι πραγματικοί και γνήσιοι δημοκράτες είναι μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Κι αυτό χωρίς καμιά υπερβολή.
Τέλος για να έχεις ανεξάρτητη κριτική σκέψη πρέπει να έχεις αυτό που είπε ο εθνικός μας ποιητής Κάλβος: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», δηλαδή να έχεις «αποθέματα ψυχής». Ένας δειλός (ή ένας θρασύδειλος) για παράδειγμα και ψεύτης μπορεί να γίνει και υποκριτής και όλα τα κακά της μοίρας του. Είναι δηλαδή επιπρόσθετα και θέμα ψυχοσύνθεσης και χαρακτήρα. Γι’ αυτό είχε πει ο μεγάλος δάσκαλος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού Αλέξανδρος Δελμούζος ότι «για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δεν χρειάζεται μονάχα μυαλό παρά και χαρακτήρας». Την αλήθεια αυτής της φράσης του Δελμούζου έρχεται να συμπληρώσει και ο Φρειδερίκος Νίτσε, που είπε ότι «πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να ακούσουν την αλήθεια, γιατί δεν θέλουν να καταστρέψουν τις ψευδαισθήσεις τους».
Κατωτέρω, επειδή θεωρώ ότι η κριτική, με την οποία θα ασχοληθώ, έτσι όπως την προσδιόρισα πιο πάνω, έχει θετικό πρόσημο πάντοτε, προβαίνω στην κατάθεση των κατωτέρω σκέψεων, με την πρόθεση, ει δυνατόν, να συμβάλω σε έναν εποικοδομητικό και δημιουργικό διάλογο και αντίλογο. Να φανταστεί κανείς ότι ακόμη και η κακοπροαίρετη κριτική, για κάποιον που μπορεί να την αξιοποιήσει, έχει θετικό πρόσημο.
Δεν θεωρώ ότι αυτά που παραθέτω είναι πανάκεια. Και για να προλάβω τους κακοπροαίρετους με την καλή πρόθεση λέω αυτό που είχε πει κάποτε ο Παναγιώτης Κονδύλης, τον οποίο εκτιμώ για τη ανεξάρτητη και συγκροτημένη του σκέψη: «Απορώ, αν συμφωνεί κανείς μαζί μου». Φυσικά ήθελε να δηλώσει ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία, στην οποία έπρεπε να υποταχθούν ασυζητητί οι άλλοι.
Ι. Τα προβλήματα των Ελλήνων και της Ελλάδας
Αν εθνικισμός είναι να σέβεσαι την εθνότητα όλων και να διαφυλάττεις τη δική σου, τότε δηλώνω αδιόρθωτος εθνικιστής
Βάσος Λυσαρίδης
Στα πλαίσια της «εκσυγχρονιστικής» εθνοκάπηλης εθνοαποδομητικής δεξιάς και της εθνομηδενιστικής «ανανεωτικής και αναθεωρητικής» Αριστεράς υπάρχουν διάφορες ιδεολογικές αναφορές μιας συγκεκριμένης σχολής σκέψης, που έχουν σχέση με τη γνωστή θεωρία του έθνους και έθνους – κράτους σε αντιπαράθεση με την ταξική πάλη. Μια αποκλειστικότητα που αφορά μόνο την Ελλάδα, ως εκφυλιστικό φαινόμενο της μεταπολίτευσης, που έχει καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα και την κοινωνική της συνοχή, επειδή βάλει ευθέως εναντίον του εθνικού φρονήματος και της εθνικής παράδοσης του ελληνικού λαού και δημιουργεί φαινόμενα αποσταθεροποίησης και αποδόμησής του. Το θέμα αφορά κυρίως την «παρακμιακή δεξιά «εκσυγχρονιστική» και αριστερή «αναθεωρητική» διανόηση της Ελλάδας και τα κόμματα που την εκπροσωπούν.
Αυτή η σχολή σκέψης διακηρύττει ότι «τα περί έθνους είναι χωρίς περιστροφές, ανοησίες και το μόνο που ισχύει είναι η ταξική πάλη».
Με αυτή την έννοια δεν ισχύει η ρήση του Αντόνιο Γκράμσι: «Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι ‘εθνικό’ και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε» (1). Ούτε και του γνωστού ηγετικού στελέχους του κομμουνιστικού κόμματος Ιταλίας που διακήρυττε ότι «Είμαστε το κόμμα της εργατικής τάξης. Και, η εργατική τάξη ποτέ δεν αδιαφόρησε για τα εθνικά συμφέροντα»
Η φράση αυτή του Γκράμσι και του Τολιάτι βασίζεται πιθανόν στην άποψη που διατύπωσε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου συγκεκριμένα, αφού αναφέρει ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν», προσθέτει ταυτόχρονα ότι «μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, ν’ ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης» (2).
Οι θιασώτες της ταξικής πάλης αρνούνται τη θέση αυτή του Γκράμσι και του Τολιάτι, ακόμη και του Μαρξ, γιατί απλούστατα δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη του εθνικού. Δεν υπάρχουν με αυτή τη έννοια σύνορα. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως χώρος. Οπότε η λαθρομετανάστευση μετατρέπεται σε «μετανάστευση», που θεωρείται φυσιολογικό φαινόμενο. Εφόσον είναι έτσι, τότε άνετα δικαιούνται λόγω «διεθνισμού» να κατακλείσουν την Ελλάδα εκατομμύρια «μετανάστες». Δεν παίζει κανένα ρόλο, αν είναι φανατικοί Ισλαμιστές και μεταβάλουν κάποια στιγμή την Ελλάδα σε ισλαμική χώρα, μιας και η νεολαία, το μέλλον της Ελλάδας, μεταναστεύει στο εξωτερικό.
Η τάση κατάργησης του έθνους- κράτους και η δημιουργία ανοιχτών συνόρων, που σημαίνει βασικά κατάργηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας, χαρακτηρίζει τόσο τη στρατηγική του κεφαλαίου, όσο και της εργασίας (3).
Ως γνωστόν Εθνική Ανεξαρτησία δεν υπάρχει, χωρίς την ύπαρξη έθνους -κράτους καθώς και η εδαφική ακεραιότητα συνδέεται άρρηκτα με την έννοια αυτή. Και τα δύο (κεφάλαιο και εργασία) επιδιώκουν μέσω της παγκοσμιοποίησης την απάλειψη (κατάργηση) του έθνους – κράτους, όπως επίσης την απάλειψη της εθνικής συλλογικής μνήμης και ό,τι αυτό συνεπάγεται, για την εθνική συνείδηση και ιδιοπροσωπία. Για να γίνει απόλυτα κατανοητό. Για τη «μαρξιστική» αυτή σχολή, που υπερθεματίζει υπερ της ταξικής πάλης, έθνος – κράτος (εθνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα) και ταξική πάλη είναι έννοιες ασυμβίβαστες.
Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, την οποία αποδέχεται τόσο ο νεοφιλελευθερισμός, όσο και ο μαρξισμός – λενινισμός, αλλά η παγκόσμια εξουσία, (παγκόσμια διακυβέρνηση), για την οποία γίνεται τόσος λόγος τελευταία και για την επιβολή της οποίας διεξάγεται η πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο (σήμερα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και η πολιτική του εκπροσώπηση) και η εργασία, δηλαδή η πάλη του προλεταριάτου μέσω της παγκόσμιας επανάστασης και η τελική επικράτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως αποφαίνεται η θεωρία (4).
Πολλοί συγχέουν αυτά τα επίπεδα ή απλούστατα τα ταυτίζουν. Μέγα λάθος. Η παγκοσμιοποίηση είναι δεδομένη. Δεν είναι όμως δεδομένη η παγκόσμια εξουσία, για την οποία γίνεται η διαπάλη επικράτησης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Υπάρχει ακόμη ένα αξεδιάλυτο πρόβλημα, που αφορά το έθνος και το έθνος – κράτος. Κατά πόσο δηλαδή το έθνος είναι και αποτελεί μια πραγματικότητα ριζωμένη στη συνείδηση των ανθρώπων διαχρονικά ως κοινότητα, που έχει διιστορική και υπερταξική αντοχή (5). Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός, ότι παρ’ όλες τις επιθέσεις εναντίον του από το κεφάλαιο και το εργατικό κίνημα ανθίσταται και παραμένει ισχυρό, όπως ομολογούν πολλοί μαρξιστές, ανάμεσα στους οποίους π.χ. και οι δικοί μας Νίκος Πουλαντζάς και Παναγιώτης Κονδύλης, παρά τις τάσεις διεθνοποίησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά και των δυνάμεων που τείνουν μέσω του διεθνισμού τους να ανατρέψουν τον καπιταλισμό.
Είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί κανείς ατιμωρητί να διαχωρίσει τα εθνικά θέματα από τα κοινωνικά; Είναι αξεδιάλυτα. Μόνο για την μελέτη τους μπορεί να γίνει αφαίρεση.
Υπάρχει οπωσδήποτε η αναγκαιότητα ύπαρξης αφετηριακού πλαισίου αναφοράς, που έχει σχέση με την ακεραιότητα του εθνικού μας χώρου και η ανεξαρτησία της πατρίδας μας, σταθερά και μη διαπραγματεύσιμα σημεία της εξωτερικής μας πολιτικής κι ο ενωτικός δεσμός όλου του ελληνικού λαού.
ΙΙ. Έθνος – κράτος και ταξική πάλη
Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε με τις γνωστές θεωρίες υπέρ ή κατά του έθνους κράτους. Μπορεί ο καθένας να ανατρέξει στην σχετική βιβλιογραφία (6).
Υπάρχει και ένα πρόβλημα. Οι πολέμιοι του έθνους – κράτους ισχυρίζονται -λανθασμένα σαφώς – ότι το έθνος – κράτος είναι εχθρικό προς οποιαδήποτε υπερεθνική ενότητα ή ομοσπονδία και ότι θέλει να παραμείνει κλεισμένο στον εαυτό του, φοβούμενο οποιοδήποτε άνοιγμα προς τα έξω, μήπως και διακινδυνεύσει η αυθεντική του ύπαρξη και δημιουργηθεί αλλοίωση η κατάργηση των ιδιαιτεροτήτων που το συνθέτουν. Λάθος άραγε ή σκόπιμη ενοχοποίηση του έθνους – κράτους;
Τέλος υπάρχει και ένα επιπλέον πρόβλημα. Ο ισχυρισμός δηλαδή ότι το έθνος – κράτος διατίθεται εχθρικά προς άλλα έθνη – κράτη. Με την έννοια αυτή εξηγείται από ορισμένους κύκλους που θέλουν να το απαξιώσουν και να ταυτίσουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό. Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Καμία σχέση δεν έχει ο πατριωτισμός, που σέβεται τον πατριωτισμό των άλλων εθνών, όπως λέει σαφέστατα ο Λυσαρίδης, με τον εθνικισμό, που αποτελεί εκφυλιστικό φαινόμενο και αντιστροφή του.
Εκείνοι που προσπαθούν «δια της βίας» να ταυτίσουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό το κάνουν για λόγους δογματικής ερμηνείας της μαρξιστικής θεωρίας ή για άλλες σκοπιμότητες, που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Ένα είναι βέβαιο για τη σχολή αυτή. Ο πατριωτισμός γι’ αυτούς ταυτίζεται με τον εθνικισμό. Γι’ αυτό η επίκληση του ΕΑΜ και της ΕΔΑ από την αναθεωρητική Αριστερά είναι προσχηματική, για λόγους επικοινωνιακής προπαγάνδας. Γιατί και τα δύο κινήματα ήταν πατριωτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ, στον σκληρό του πυρήνα, αυτός δηλαδή που είναι ιδεολογικά κυρίαρχος στις γραμμές του, δεν έχει σχέση με τον πατριωτισμό, γιατί απλούστατα τον ταυτίζει με τον εθνικισμό. Εξ’ ου και η ουσιαστική του αδιαφορία για τα εθνικά θέματα ή η λανθασμένη τοποθέτηση πάνω σ’ αυτά.
Η βασική τοποθέτηση αυτής της σχολής ή αυτού του ιδεολογικού ρεύματος, αν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, θεμελιώνεται στην βασική αντίληψη ότι «Οι ‘εμμονές περί έθνους’ είναι εντελώς – μα εντελώς (και δίχως περιστροφές) – ασυμβίβαστες με την μαρξιστική και την εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας…» (7). Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη στον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ και ο κύριος εκπρόσωπός της είναι ο Γιάννης Μηλιός και η ομάδα του περιοδικού «Θέσεις» καθώς και κάποιες άλλες ομάδες, κυρίως τροτσκιστικής κατεύθυνσης, που είναι κυρίαρχες στο «άβατο» της ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ. Ο Μηλιός μάλιστα προσθέτει, για να κατοχυρώσει την ανωτέρω άποψη, ότι «το έθνος αποτελεί αναγκαία μορφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας» (8). Γράφει συγκεκριμένα: «Κεφάλαιο – κράτος (αστική πολιτική εξουσία) -έθνος αποτελούν όψεις μιας και της αυτής μορφής ταξικής εξουσίας: του καπιταλισμού» (9).
Συνεπώς η «αναγκαία αυτή μορφή» πρέπει και να καταπολεμηθεί και να εξαφανιστεί από τον χώρο της «αριστεράς».Ταυτίζει για το λόγο αυτό τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό, για να τον ενοχοποιήσει και τον καταπολεμήσει. Πολλοί μάλιστα μπερδεύουν τον ιμπεριαλισμό και τις επεκτατικές βλέψεις των κυβερνήσεων των γειτόνων μας με την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς μας.
Όλοι οι ανωτέρω θεωρούν μάλιστα ότι αυτός ο ιδεολογικός πυρήνας ούτε συζητείται, ούτε αμφισβητείται, αλλά αποτελεί ιδεολογικό προαπαιτούμενο στο υπό εκκόλαψη « πληθωρικά πολυτασικό» κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ. Εδώ δεν υπάρχει κατά την άποψή μου καμία πολυτασική απόκλιση. Με μια λέξη το θέμα αποτελεί ταμπού. Το παράξενο είναι ότι, ενώ η σχολή αυτή βάλει κατά του ελληνικού εθνικισμού, κρατά σιγή ιχθύος απέναντι στον εθνικισμό των γειτόνων μας ή και σε ορισμένες περιπτώσεις τον δικαιολογεί. Σαν καπιταλιστικό κράτος που είναι η Ελλάδα ασκεί προς τους γείτονες και όχι μόνο ιμπεριαλιστική πολιτική.
Για τους ανωτέρω ισχύει αυτό που είχε πει εκφράσει ο ισραηλινός διανοούμενος και συγγραφέας Ισραήλ Σαχάκ και αφορά την μεθοδολογία που ακολουθεί κάποιος για την έρευνα ενός προβλήματος: «Για κείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους λενινιστές, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία ακολουθεί τις αρχές που έθεσαν ο Μαρξ και ο Λένιν. Δεν είναι μόνο η πεποίθηση καθεαυτή, όσο κι αν είναι δογματική, αλλά η ίδια η άρνηση της δυνατότητας να αμφισβητηθεί,, που αποκλείοντας κάθε ανοιχτό διάλογο, δημιουργεί έναν ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης» (10). Υπάρχει άραγε στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ ένας ολοκληρωτικός τρόπος σκέψης; Τίποτε δεν αποκλείεται.
Γεγονός είναι ότι η όποια αντίθετη άποψη απαξιώνεται το ολιγότερο ή ποινικοποιείται το χειρότερο, ως αστική, αντιδραστική, συντηρητική κ.λπ. Παλιά μου τέχνη κόσκινο!
Ο σκληρός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ, που ελέγχεται από την εθνο- αποδομητική σχολή του Μηλιού και των τροτσκιστικών και άλλων σκληροπυρηνικών θεωρητικών ομάδων στο κόμμα αυτό, εκφράζει την άποψη ότι η Ελλάδα είναι στα πλαίσια του καπιταλισμού ιμπεριαλιστική χώρα, έστω κι αν αποτελεί τον αδύναμο κρίκο αυτής της αλυσίδας. Μ’ αυτή την έννοια ο αγώνας είναι καθαρά ταξικός και όχι εθνικοαπελευθερωτικός ή και τα δύο μαζί σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Παρ’ όλο που ο πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Τσίπρας μιλά για αποικία χρέους και ορισμένοι για μετατροπή της Ελλάδας σε «προτεκτοράτο», όπως και ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος στο πρόσφατο βιβλίο του (11). Βασικά δηλαδή για μια ιδιότυπης μορφής κατοχή της Ελλάδας, επειδή για τα πάντα, όπως πάλι λέει ο Μανώλης Γλέζος «για τα πάντα αποφασίζει η Τρόικα, το Δ.Ν.Τ. και η Γερμανική Κυβέρνηση» (12).
ΙΙΙ. Εθνικοαπελευθερωτικός ή ταξικός αγώνας
Στο καθοριστικό αυτό πρόβλημα τίθενται πολλά ερωτήματα από τα οποία τα κυριότερα είναι τα εξής:
Είναι ο αγώνας απελευθερωτικός και βέβαια αμέσως ύστερα ταξικός; Είναι το ένα ή το άλλο, και από ποια κατοχή;
Αυτά τα ερωτήματα μας είχαν απασχολήσει ως καίρια προβλήματα, από την εποχή του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος) από το οποίο προέκυψε κατά την μεταπολίτευση το ΠΑΣΟΚ. Στα ερωτήματα, που και τώρα είναι πολύ επίκαιρα, γιατί με βάση την απάντηση σ’ αυτά καθορίζεται και η πολιτική των κομμάτων της Αριστεράς και η βασική τους στρατηγική, είχε τοποθετηθεί και ο Ανδρέας Παπανδρέου με τα εξής λόγια:
«Η δική μας η θέση και θα έλεγα η δικιά μου η θέση, γιατί εδώ πέρα τις εισηγήσεις μας τις κάνουμε σαν πρόσωπα, αλλιώτικα δεσμεύουμε και τους άλλους. Λοιπόν, η δικιά μου η θέση σ’ αυτή την συζήτηση είναι η εξής: ότι ο αγώνας είναι απελευθερωτικός και ταξικός. Και το λέω αυτό όχι για να ξεπεράσουμε την Σκύλα και την Χάρυβδη, αλλά γιατί το πιστεύω. Είναι λάθος να περιορίζουμε το θέμα του ταξικού αγώνα σε πλαίσια μιας χώρας. Ίσως το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας πραγματικός μαρξιστής είναι να αναλύσει την διάρθρωση δυνάμεων της τάξης και της πάλης των τάξεων, αν θέλετε, στα πλαίσια μιας και μόνο συγκεκριμένης κοινωνίας σε εθνικά πλαίσια. Αυτά θα ήταν δυνατά σε μιαν εποχή πριν τον 13ο αιώνα, όταν πραγματικά οι οικονομικές, κοινωνικές σχέσεις μπορούσαν να απομονωθούν ή στην εποχή, ξέρω γω, πιο παλιά. Ασφαλώς να πούμε οι Ίνκας στην Αμερική μπορούσαν να μελετηθούν ξεχωριστά από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά σήμερα είναι αδύνατο, και για πολύ καιρό, για εκατονταετηρίδες είναι αδύνατο να μιλάς για την κοινωνία, ας πούμε της Ινδίας, άσχετα από την κοινωνία της Αγγλίας, η οποία ήταν τότε αυτοκρατορία και η Ινδία ήταν φυσικά αποικία. Υπάρχει με άλλα λόγια μια διεθνής διάκριση δυνάμεων. Υπάρχει διεθνής παραγωγή, υπάρχουν παραγωγικές σχέσεις σε διεθνές επίπεδο και βέβαια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χρόνος-τόπος. Σ’ ένα έθνος αυτό παίρνει μια εντελώς ειδική μορφή.
Για μας τους Έλληνες ο αγώνας είναι απελευθερωτικός και είναι εθνικοαπελευθερωτικός. Μα πολύ καλά μπορεί να απαντήσει κανείς, τέτοιοι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες πολλές φορές εκφράζονται από την αστική τάξη μιας χώρας. Δηλαδή από το ντόπιο εγχώριο κεφάλαιο, που αντί να είναι δεσμευμένο, κομπραδόρικο, παρασιτικό, υποταγμένο στο κεφάλαιο μιας υπερδυνάμεως, όπως σήμερα η Αμερική, προσπαθεί το ίδιο να κυριαρχήσει στον δικό του χώρο, να ανεξαρτητοποιηθεί και επομένως έρχεται το ίδιο σε σύγκρουση με το κεφάλαιο του εξωτερικού, της ας πούμε ιμπεριαλιστικής δύναμης. Αυτό το σχήμα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων είναι πολύ γνωστό. Όμως σήμερα είναι μάλλον ξεπερασμένο και ειδικά, στην περίπτωση της Ελλάδας, απόλυτα ξεπερασμένο. Ο λόγος είναι ότι σήμερα με το ξάπλωμα του μονοπωλιακού καπιταλισμού και με όργανο την πολυεθνική επιχείρηση, την άμεση δηλαδή επένδυση στην Γερμανία από αμερικάνικη εταιρία, στην Ελλάδα από αμερικάνικη εταιρία, με τον έλεγχο των επιχειρήσεων που ξεπηδάει από μια βασική πηγή, κυρίως αμερικανική, αλλά όχι αποκλειστικά φυσικά, υπάρχει και ανταγωνισμός με το γιαπωνέζικο κεφάλαιο και με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Φυσικά είναι σαφές ότι η μπουρζουαζίες, οι αστικές τάξεις χωρών σαν την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Τουρκία, είναι εξαρτημένες, είναι ενδιάμεσες, μεσάζουσες τάξεις. Αυτές οι τάξεις, οι αστικές, ακριβώς γιατί εξαρτώνται από το μεγάλο ξένο κεφάλαιο που εξυπηρετούν, δεν είναι σε θέση να υψώσουν το ανάστημά τους και να επιδιώξουν εθνική απελευθέρωση σε αστικά πλαίσια. Αυτό το ερώτημα και αυτό το πρόβλημα είχε κουβεντιαστεί το 1919 σε ένα συνέδριο του Κ.Κ. Υπήρξε τότε μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα σε έναν Ινδό, τον γραμματέα του κόμματος της Ινδίας και τον Λένιν. Και ο Λένιν πήρε τη θέση, πως οι ντόπιες μπουρζουαζίες μπορούσαν να ηγηθούν, τότε, εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ο Ινδός όμως, άριστα, σαν να μιλούσε σήμερα, είπε ότι δεν είναι».
Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου, (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ο θεμελιωτής της σημερινής κατάστασης), τη φύση αυτού του κεφαλαίου σε ομιλία του σε σεμινάριο του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος) την άνοιξη του 1973. Λέει σχετικά: «Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη δεν είναι αυτόνομη. Αποτελεί εξαρτημένο και κομπραδόρικο προγεφύρωμα του ξένου, μα ιδιαίτερα του αμερικάνικου μονοπωλιακού κεφαλαίου, που στα πλαίσια της παγκόσμιας δυναμικής του ιμπεριαλισμού, έχει μεταβάλει την Ελλάδα σε ξέφραγο αμπέλι για την ασύδοτη εκμετάλλευση του ιδρώτα του ελληνικού λαού και σε στρατώνα για την προάσπιση των στρατηγικών συμφερόντων του Πενταγώνου στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή». Βέβαια τότε ήταν το αμερικάνικο κεφάλαιο. Τώρα έχουμε και το γερμανικό και, κύριος είδε, ποιο άλλο στο παρασκήνιο.
Μετά τη μεταπολίτευση, τον καιρό που το έπαιζε ακόμη πατριώτης, προσδιόρισε ο ίδιος την εξάρτηση του ελληνικού κεφαλαίου από το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ΗΠΑ πιο συγκεκριμένα: «Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη ‘φωνή του κυρίου της’».
Με την έννοια αυτή για την αστική τάξη δεν παίζει κανένα ρόλο το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας, όπως π.χ. συμβαίνει με τους «εκσυγχρονιστές», σημιτικής κοπής, αλλά και για τη σχολή αυτή σκέψης, στην οποία ανήκει ο Μηλιός και οι ομοϊδεάτες του. Εάν λοιπόν το έθνος – κράτος δεν παίζει κανένα ρόλο ως καπιταλιστικό, τότε δεν έχει νόημα και η εθνική του ανεξαρτησία και η εδαφική τους ακεραιότητα. Τα σύνορα συνάμα δεν παίζουν κανένα ρόλο, γιατί εκλαμβάνονται ως χώρος και όχι ως χώρα. (έθνος -κράτος) (13).
Στην ταξική θεώρηση της ιστορίας, την οποία επικαλείται ο Γιάννης Μηλιός, από τους βασικούς θεωρητικούς καθοδηγητές του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ, κεντρικό ρόλο παίζει η θεωρία ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα, έστω και ως αδύνατος κρίκος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (14). Αυτή η άποψη έρχεται σε αντίθεση με κάποιες βασικές θέσεις που είχε εκφράσει ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος χαρακτηρίζει, σε αντίθεση με τον Μηλιό, το ελληνικό κεφάλαιο ως παρασιτικό και εξαρτημένο.
Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ο θεμελιωτής της σημερινής κατάστασης, τη φύση αυτού του κεφαλαίου σε ομιλία του σε σεμινάριο του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος) την άνοιξη του 1973. Λέει σχετικά: «Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη δεν είναι αυτόνομη. Αποτελεί εξαρτημένο και κομπραδόρικο προγεφύρωμα του ξένου, μα ιδιαίτερα του αμερικάνικου μονοπωλιακού κεφαλαίου, που στα πλαίσια της παγκόσμιας δυναμικής του ιμπεριαλισμού, έχει μεταβάλει την Ελλάδα σε ξέφραγο αμπέλι για την ασύδοτη εκμετάλλευση του ιδρώτα του ελληνικού λαού και σε στρατώνα για την προάσπιση των στρατηγικών συμφερόντων του Πενταγώνου στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή».
Μετά τη μεταπολίτευση, τον καιρό που το «έπαιζε» ακόμη πατριώτης, προσδιόρισε ο ίδιος την εξάρτηση του ελληνικού κεφαλαίου από το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ΗΠΑ πιο συγκεκριμένα:
«Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη ‘φωνή του κυρίου της’». Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι άσχετα με το τι έπραττε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ορισμένες θέσεις του εξέφραζαν μια αντικειμενική αλήθεια, που δύσκολα μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει.
Με την έννοια αυτή για την αστική τάξη (την εθνοκάπηλη), δεν παίζει κανένα ρόλο το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας. Όπως δεν παίζει και κανένα ρόλο, αν χθες ήταν το αμερικανικό κεφάλαιο και σήμερα είναι το γερμανικό ή κάποιο άλλο ή τελικά η Τρόικα ή το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Οι ανωτέρω θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου αναιρούν τον ισχυρισμό του Μηλιού σχετικά με την φύση του ελληνικού κεφαλαίου ως ιμπεριαλιστικού, τουλάχιστον με την μορφή που το θέτει ο τελευταίος.
Οι θέσεις αυτές έχουν και μια πρακτική συνέπεια όσον αφορά τον αγώνα του ελληνικού λαού. Κατά πόσο δηλαδή ο αγώνας του είναι ταξικός ή εθνικοαπελευθερωτικός ή και τα δυο μαζί και με ποια μορφή.
Είναι θεωρητικά θέματα, αλλά έχουν μέγιστη πρακτική αξία για την χάραξη μιας σωστής εθνικής στρατηγικής. Έχει τεράστια σημασία, αν ο αγώνας του Ελληνικού Λαού ή του Μαζικού Λαϊκού Κινήματος, για να το εκφράσουμε διαφορετικά, έχει χαρακτήρα καθαρά ταξικό, όπως ισχυρίζεται ο Μηλιός ή εθνικοαπελευθερωτικό και αντιιμπεριαλιστικό και ταξικό, όπως διατείνεται ο Ανδρέας Παπανδρέου και μάλιστα με μια μορφή που ανταποκρίνεται στην σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν πρέπει απέναντι στον Ελληνικό Λαό, να τοποθετηθεί ξεκάθαρα στο καθοριστικό αυτό θέμα. Αλλιώς όχι μόνο δημιουργεί σύγχυση, αλλά προσανατολίζει το Λαϊκό Κίνημα, αλλά και το κόμμα το ίδιο σε λάθος κατεύθυνση, που θα είναι επιζήμια και για το ίδιο, αλλά προπάντων για τον τόπο.
Όταν λοιπόν μιλάει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Τσίπρας για αποικία χρέους ή ιδιόμορφη κατοχή, παραδέχεται θεωρητικά, «χωρίς περιστροφές», ότι ο αγώνας είναι πρωταρχικά εθνικοαπελευθερωτικός, γιατί ο χαρακτήρας των αγώνων, που λάμβαναν χώρα στις αποικίες ήταν εθνικοαπελευθερωτικός. Με αυτή την έννοια Ο ΣΥΡΙΖΑ φάσκει και αντιφάσκει. Αυτή όμως η αντίφαση στη θεωρία και πράξη του ΣΥΡΙΖΑ έχει τρομερές επιπτώσεις στην στρατηγική που θέλει να εφαρμόσει για την Ελλάδα. Εκτός βέβαια, αν δεν υπάρχει ενιαία στρατηγική και η κάθε συνιστώσα ή η κάθε ιδεολογική κατεύθυνση ακολουθεί τη δική της γραμμή.
Αυτό όμως δεν λέγεται κόμμα αλλά ένα συνονθύλευμα κόμματος. Ως ενιαίο κόμμα πρέπει να έχει ενιαία στρατηγική και όχι τις διάφορες στρατηγικές των διάφορων συνιστωσών. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το δικαίωμα στη διαφορετική άποψη μέσα στα πλαίσια του διαλόγου στο κόμμα και τις διάφορες τάσεις, από τη διατύπωση της ενιαίας στρατηγικής που πρέπει να δεσμεύει όλους μέσα σ’ αυτό. Οι εσωτερικές θεωρητικές διεργασίες, όπου η διαφορετική άποψη είναι δημοκρατικό δικαίωμα και κατάκτηση, δεν πρέπει να ταυτίζονται με τον καθορισμό της ενιαίας στρατηγικής.
IV. Μερικά βασικά ερωτήματα προς απάντηση στο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν είναι υποχρεωμένος απέναντι στον Ελληνικό Λαό, με την προοπτική ότι θα αναλάβει την κυβερνητική ευθύνη στις επόμενες ή μεθεπόμενες εκλογές, (αφού όμως πρωτύτερα έχουν εφαρμοστεί όλα τα μέτρα του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων, ώστε να μην έχει πια νόημα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο) που είναι σίγουρο, να απαντήσει σε καθοριστικά ερωτήματα της ιδεολογίας και της πολιτικής που διακηρύττει.
Το οφείλει απέναντι στον Ελληνικό Λαό και την ιστορία, γιατί από την πολιτική που θα εφαρμόσει θα εξαρτηθεί αναστροφή της καταστροφικής πορείας της χώρας και η διέξοδος από τα αδιέξοδα ή η συνέχεια της καταστροφικής πορείας της και η πλήρης της καταστροφή. Και ας μη θεωρηθεί ως καταστροφολογία ή διατύπωση τέτοιων απόψεων.
1. Το πρώτο και βασικό ερώτημα αφορά την ιδεολογία. Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ είναι ενιαίο κόμμα πρέπει να έχει και μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Βασικά πρέπει να πει ξεκάθαρα, αν είναι κόμμα μαρξιστικό ή μαρξιστικό λενινιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό ή ευρωκομμουνιστικό και τι σημαίνουν όλα αυτά. Αν τελικά οι εργάτες έχουν ή δεν έχουν πατρίδα», όπως έλεγε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Εν πάση περιπτώσει ποια είναι η ιδεολογία του, αν τελικά δεν είναι τίποτε από τα ανωτέρω. Για να το πούμε πιο ξεκάθαρα. Είναι τα περί έθνους και έθνους κράτους «χωρίς περιστροφές ανοησίες» και το μόνο που υπάρχει είναι η «ταξική πάλη», όπως ισχυρίζεται ο σκληρός ιδεολογικός πυρήνας του κόμματος, που είναι κυρίαρχος στις γραμμές του ή όχι; Πρέπει να καταστραφεί το έθνος – κράτος που λέγεται Ελλάδα και να ανοιχτούν τα σύνορα σε οποιονδήποτε ταλαίπωρο της οικουμένης, δηλαδή στην λαθρομετανάστευση; Πώς διασφαλίζεται ο διεθνιστικός χαρακτήρας του κόμματος και τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα; Σημαίνει, όπως ήθελε ο Γιώργος Παπανδρέου, μια πολυπολιτισμική, πολυφυλετική, πολυθρησκευτική κα πολυεθνική χώρα; Γιατί αν είναι έτσι ο Γιώργος Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης πρέπει να αναγορευτούν ως γνήσιοι διεθνιστές.
2. Πρέπει να διευκρινίσει τι εννοεί και πώς αντιλαμβάνεται και με τι περιεχόμενο τον όρο δημοκρατικός σοσιαλισμός. Είναι δηλαδή υπέρ της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας και της λογικής της αγοράς ή του μονοκομματικού κράτους και της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας ή του συνδυασμού και των δύο, δηλαδή μιας μικτής οικονομίας και με ποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά; Στην Κίνα για παράδειγμα έχουμε καπιταλισμό με ένα μονοκομματικό κράτος και κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Αποτελεί σήμερα η Κίνα πρότυπο;
3. Η εσωκομματική αντιπολίτευση μιλάει για επιστροφή στην δραχμή, αλλά δεν αναλύει επακριβώς τις συνέπειες της μιας ή της άλλης απόφασης, ώστε να είναι σαφές τι μας περιμένει η επιστροφή στην δραχμή, αν τελικά κάποια στιγμή αποφασίσει ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει τη σημερινή του θέση και ασπαστεί τελικά την θέση για επιστροφή στη δραχμή. Τι συνέπειες εθνικές, οικονομικές, κοινωνικές και λοιπές θα έχει μια τέτοια απόφαση; Παραμένει και το θέμα αυτό περισσότερο στα πλαίσια της συνθηματολογίας και δημιουργεί φυσικά σύγχυση και παραπληροφόρηση, που αποπροσανατολίζουν την ελληνική κοινωνία. Επιπλέον πρέπει να γνωρίζουν όσοι είναι υπέρ της δραχμής ότι τα άλλα αριστερά κόμματα της Ευρώπης, σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Αριστερά είναι υπέρ του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια μεμονωμένη επιστροφή στη δραχμή από τον ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει πρακτικά διαχωρισμό του από τα άλλα αριστερά κόμματα της Ευρώπης.
4. Ποια είναι η οικονομική του πολιτική; Το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις από την μεταπολίτευση και δώθε και ασπάστηκε σύσσωμη η αντιπολίτευση, ώστε να οδηγηθούμε στα σημερινά αδιέξοδα από την άφρονα και καταστροφική πολιτική του υπερδανεισμού; Ποιο είναι το άλλο μοντέλο, που από όλους διατυμπανίζεται και που αφορά την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας οικονομικής στρατηγικής;
5. Πώς αντιλαμβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ το ρόλο του ως κόμμα; Ως πρωτοπορία στο πνεύμα της λενινιστικής θεωρίας, με την έννοια της καθοδήγησης από τα πάνω ή της συμμετοχής του λαού στις αποφάσεις και πώς κατοχυρώνεται οργανωτικά αυτή η διαδικασία; Τι διαφέρει ο λενινιστικό πρότυπο απ’ αυτό που διατυπώνει ο Σάκης Καράγιωργας για το ρόλο ενός κόμματος (επαναστατικού ή ριζοσπαστικού ή απλώς προοδευτικού) ή και ο Μανώλης Γλέζος που σε κάθε ευκαιρία τονίζει λεκτικά ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, ανήκουν στο Λαό και ασκούνται από το Λαό» (15); Καλή είναι η επίκληση, αλλά τι γίνεται στην πράξη; Πώς θα διαμορφώσει την συνείδηση των μελών και οπαδών του, ώστε να αποκτήσουν σοσιαλιστική συνείδηση και όχι αστική; Γιατί, όπως είπε κάποτε ο Σάκης Καράγιωργας, «σοσιαλισμός δεν γίνεται χωρίς σοσιαλιστές!». Σοσιαλιστές βέβαια με «γιώτα» και όχι με «ήτα». Έχει διαμορφώσει ο ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια συνείδηση ή έχει διαμορφώσει εκείνες τις διαδικασίες για να το πετύχει (16);
6. Ποια θα πρέπει να είναι η κοινωνική του πολιτική και σε ποιες ρεαλιστικές βάσεις θα στηριχτεί, ώστε να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα και να μην οδηγήσει τελικά στα αντίθετα αποτελέσματα των προσδοκώμενων; Παροχές χωρίς αντίκρισμα στην παραγωγή; Κοινωνική πολιτική σύμφωνα με την παραγωγική προοπτική της χώρας;
Που και πώς θα βρεθούν τα κεφάλαια για την ανασυγκρότηση της; Θα επιδιωχθούν καπιταλιστικές επενδύσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό ή θα ξεκινήσει πόλεμος ενάντια στο «ντόπιο και ξένο κεφάλαιο», όπως έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου κάποτε, που πίνει το αίμα του Ελληνικού Λαού και για να μην το πίνει κάνουμε κοινωνική και οικονομική πολιτική με δανεικά, αν μπορούμε πουθενά να βρούμε δανεικά, φυσικά; Ποια η σχέση του κόμματος με το κεφάλαιο γενικά και ειδικά;
7. Θα θίξει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ το κτηματολόγιο και το δασολόγιο με συγκεκριμένο σχέδιο ή θα περιοριστεί σε αδέσμευτες συνθηματολογίες;
8. Πώς θα εξασφαλίσει την αξιοκρατία, την οποία τα κόμματα εξουσίας έχουν εξαφανίσει από το λεξιλόγιο και η αντιπολίτευση δεν πήρε θέση;
9. Τι θα γίνει με το τέρας της γραφειοκρατίας που ως Λερναία Ύδρα κατασπαράσσει το κράτος και το κάνει εχθρικό στον πολίτη;
10. Ποιες θα είναι η διαθρωτικές αλλαγές που θα επιδιώξει, ώστε το κράτος της διαπλοκής και της αρπαχτής να μειωθεί σημαντικά;
11. Ποια θα είναι η αποτελεσματική και δίκαιη φορολογική πολιτική και πώς θα καταπολεμηθεί η εισφοροδιαφυγή και εισφοροαπαλλαγή;
12. Πώς θα καταπολεμηθεί και με ποια μέτρα η διαφθορά τελικά, που σαν σαράκι τρώει τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας και έχει τινάξει στον αέρα την κοινωνική της συνοχή;
13. Ποια η συγκεκριμένη του στάση στα εθνικά θέματα, αν θεωρεί ότι υπάρχουν κρίσιμα εθνικά θέματα και τι λύσεις προτείνει συγκεκριμένα και όχι γενικά και αόριστα; Γιατί το κόμμα έγραψε στον τίτλο του τον συμπληρωματικά όρο «Ενωτικό Κοινωνικό Κίνημα» και παρέλειψε σκόπιμα και συνειδητά τον όρο «εθνικό»; Υπάρχουν μόνο κοινωνικά προβλήματα στην Ελλάδα; Ζούμε μετέωροι κάπου στο κενό ή στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, με τα μύρια όσα προβλήματα ενός Νέου Ανατολικού Ζητήματος με αλλαγή συνόρων κ.λπ.;
Ποια η στάση του απέναντι στις εθνικιστικές, επεκτατικές βλέψεις των γειτόνων μας, Τούρκων, Σκοπιανών, Αλβανών και λοιπών «άσπονδων φίλων και συμμάχων μας»;
14. Ποια η στάση μας απέναντι στο Ισραήλ και πώς κατοχυρώνονται τα εθνικά συμφέροντα, που βασίζονται στις διεθνείς συνθήκες και στο διεθνές δίκαιο και δεν έχουν καμία σχέση με εθνικιστική πολιτική;
Τέλος ποια είναι η πράξη που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ έως τώρα και γιατί δεν εφαρμόζει από τώρα αυτά που επαγγέλλεται στον Ελληνικό Λαό για το μέλλον; Τουλάχιστον εκείνα που μπορούν να εφαρμοστούν τώρα και όχι όταν γίνει ο «σοσιαλισμός», ή ο «κομμουνισμός», όπως ισχυρίζεται το ΚΚΕ;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα, που από την σωστή ή λάθος απάντηση και εφαρμογή στην πράξη θα εξαρτηθεί η πορεία της χώρας προς την ανάκαμψη και σωτηρία ή την περεταίρω μερική ή πλήρη καταστροφή, όταν λάβουμε υπόψη μας ότι η Ελλάδα ποτέ δεν βρέθηκε στην ιστορία της σε τέτοια δεινή κατάσταση, αν απαριθμήσουμε όλες τις εθνικές καταστροφές που υπέστη έως σήμερα, αρχής γενομένης από την επανάσταση του 1821;
Και για να μην θεωρηθεί ότι υπεκφεύγω ή δεν έχω άποψη να καταθέσω παραπέμπω για όλα αυτά στο Κείμενό μου; «Πανεθνικό – Παλλαϊκό Κίνημα» που είναι αναρτημένο στο ιστολόγιό μου:
[1] Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα 2005, σ. 177.
[2] Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, 1951, σ. 40-41.
[3] Ως γνωστόν Εθνική Ανεξαρτησία δεν υπάρχει, χωρίς την ύπαρξη έθνους -κράτους καθώς και η εδαφική ακεραιότητα συνδέεται άρρηκτα με την έννοια αυτή.
[4] Ο Μαρξ πίστευε ότι ο ιστορικός ρόλος του προλεταριάτου (εργασίας) θα αναδεικνυόταν, όταν ο καπιταλισμός θα έφτανε στην ανώτερή του μορφή, όπου απέναντι στο κεφάλαιο η μόνη αντίπαλη τάξη θα ήταν η εργατική. Η αναφορά του Μαρξ στη «δικτατορία του προλεταριάτου» στηρίζεται στο αναλυτικό του πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο σοσιαλισμός θα υποκαθιστούσε τον καπιταλισμό, αφού ο τελευταίος θα είχε φτάσει στο τελευταίο του στάδιο.
[5] Ο ίδιος ο Λένιν έλεγε ότι «η πατρίδα, το έθνος, είναι ιστορικές κατηγορίες». Βλ. Λένιν, Σχετικά με τη γελοιογραφία του Μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό». Γράφτηκε Αύγουστο – Οκτώβρη του 1916, εκδ. «ΠΡΟΓΚΡΕΣ», σ. 41.
[6] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. «ΚΨΜ»,Αθήνα 2011 και Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2012. Τα δύο αυτά βιβλία ερευνούν και επεξεργάζονται τη σχετική θεματολογία.
[7] Βλ. Σίσσυ Βωβού, μέλος της ΑΚΟΑ, Νάσος Θεοδωρίδης και Γιάννης Μηλιός, μέλη του ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ, Εφημερίδα «Εποχή» της ΑΚΟΑ, 2312.2006.
[8] Βλ. Γιάννης Μηλιός, Έθνος, ο λαός του αστικού κράτους, άρθρο στο ένθετο «Εντός Εποχής», της εφημ. «Εποχή, 8.7.2007.
[9] Γιάννης Μηλιός, Ο λαός του αστικού κράτους, άρθρο στο «Εντός Εποχής» της εφημ. «Εποχή», 8.7.2007.
[10] Β. Ισραήλ Σαχάκ, Εβραϊκή ιστορία, εβραϊκή θρησκεία, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 20089, σ.62.
[11] Βλ. Μανώλης Γλέζος, Η έξοδος, εκδ. «σοφία», Αθήνα 2013, σ. 47. Στη σελίδα αυτή γράφει ο Μανώλης Γλέζος και ορισμένα άλλα αξιόλογα, όπως για το θέμα της Εθνικής Ανεξαρτησίας: «Γι’ αυτό το λόγο η μεγαλύτερη κρίση είναι η Εθνική και γι’ αυτό το αίτημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας αποκτά προτεραιότητα και αποτελεί προϋπόθεση και τη διέξοδο από την οικονομική κρίση. Αξίωση πρωταρχική, κύρια και βασική».
[12] Βλ Μανώλης Γλέζος, ό.π., σ. 47.
[13] Βλ. δηλώσεις της Ψαρούδας – Μπενάκη και του Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου, που όχι μόνο μιλούν εναντίον του έθνους – κράτους, αλλά και για αλλαγές συνόρων και κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας και τη παραχώρηση εθνικών εδαφών, λόγω τάχα της ειρήνης και σταθερότητας.
[14] Βλ. Γιάννης Μηλιός, Θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, εκδ. «Κριτική», Αθήνα 1997, σ. 28, 50, 57.
[15] Βλ. Μανώλης Γλέζος, έξοδος, εκδ. «σοφία», Αθήνα, 2013, σ. 103.
[16] Στο κρίσιμο αυτό θέμα που αφορά τη διαμόρφωση της ριζοσπαστικής ή επαναστατικής συνείδησης θα αναφερθώ σε ξεχωριστή ανάλυση, γιατί είναι καθοριστικό για το χαρακτήρα ενός κόμματος ως προοδευτικού, για να μην πούμε ριζοσπαστικού, σοσιαλιστικού ή επαναστατικού.
ο Δαμιανός Βασιλειάδης είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας
Αθήνα, 28.12.2013
http://www.berlin-athen.eu/index.php?id=205&tx_ttnews[backPid]=78&tx_ttnews[tt_news]=3720&cHash=c5800e121cd118c5c9e7d70720e12795