Οι έρευνες οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ προσφέρουν σημαντική πληροφόρηση για τις εξελίξεις στην οικονομία, τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων, όσο και από την πλευρά της τελικής ζήτησης, δηλαδή των καταναλωτών. Εξάλλου, βασικοί δείκτες που περιλαμβάνονται σε αυτές αποτελούν πρόδρομους δείκτες για διάφορα μεγέθη της οικονομίας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επάρκεια για την πρόβλεψη των άμεσων εξελίξεων, ακόμα και στην πορεία του ΑΕΠ. Αναλυτικότερα:
Το πρώτο τρίμηνο του 2013, η κυρίαρχη τάση στο οικονομικό κλίμα υποδηλώνει βελτίωση, αντανακλώντας την προσπάθεια πολιτών και επιχειρήσεων να προσαρμοστούν στα δεδομένα που δημιουργεί η εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών μέτρων. Οι αβεβαιότητες του περασμένου φθινοπώρου σχετικά με τη συνέχιση χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους και τη βιωσιμότητα του χρέους του έχουν σαφώς αμβλυνθεί μετά την απόφαση του Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου. Οι αποφάσεις των επίσημων δανειστών εκλαμβάνονται και ως έκφραση μεγαλύτερης εμπιστοσύνης από την πλευρά τους προς την Ελλάδα, κάτι που έχει θετική επίδραση στις προσδοκίες των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι συμφωνούν στο ότι η χρονιά που διανύουμε θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, με το κόστος της πρόσθετης προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής να διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας, ειδικά στο πρώτο εξάμηνο. Ωστόσο, εδραιώνεται σταδιακά η πεποίθηση ότι ολοκληρώνεται ένας κύκλος παρεμβάσεων και το ενδεχόμενο της σταθεροποίησης της οικονομίας είναι πιο κοντά. Σε κάθε περί-πτωση, η εμπιστοσύνη παραμένει αναιμική, καθώς η ανεργία συνεχίζει να διογκώνεται, αποκτώντας δυσμενή διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα η δη-μιουργία νέων θέσεων εργασίας να απαιτεί ισχυρότερες παρεμβάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα το τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2013 βελτιώνεται κατά περίπου από 4 μονάδες σε σχέση με το μέσο δείκτη του τριμήνου Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου και διαμορφώνεται στις 86,9 μονάδες, στην καλύτερη επίδοση της τελευταίας τριετίας. Μάλιστα, τον Μάρτιο, ο σχετικός δείκτης ανήλθε στην υψηλότερη τιμή του από τον Οκτώβριο του 2009. Το οικονομικό κλίμα έχει επίσης βελτιωθεί το εξεταζόμενο διάστημα σε σύγκριση με το τελευ-ταίο τρίμηνο του προηγούμενου έ-τους, τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην ΕΕ[1]. Έτσι, ο σχετικός δείκτης κινείται στις 90,2 και 91,4 μονάδες σε Ευρωζώνη και ΕΕαντίστοιχα,από 87,0 και 88,6 μονάδες το προηγούμενο τρίμηνο, χαμηλότερα όμως κατά 5 και 3 μονάδες αντίστοιχα σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.
Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στην Ελλάδα βελτιώνονται το εξεταζόμενο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο στη Βιομηχανία, στο Λιανικό Εμπόριο και στις Υπηρεσίες και επιδεινώνονται στις Κατασκευές. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη επίσης ανήλθε κατά μέσο όρο το υπό εξέταση διά-στημα, μετά την ανάκαμψη του σχετικού δείκτη στο δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου, την οποία διαδέχθηκε η σχετικά σταθερή πορεία του μέχρι και τον Μάρτιο.
Σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, οι μέσοι δείκτες έχουν αυξηθεί σε όλους τους τομείς: άνοδο πάνω από 10 μονάδες καταγράφει ο σχετικός δείκτης στη Βιομηχανία, περί τις 9-10 μονάδες σε Λιανικό και Κατασκευές και λιγότερο, κατά 6 μονάδες στις Υπηρεσίες. Αναλυτικότερα:
Ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνηςστην Ελλάδα το τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2013 βελτιώνεται σε σχέση με την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου, καθώς ο μέσος όρος του διαμορφώνεται στις -71,5 μονάδες (από τις -74,6 μονάδες το προηγούμενο τρίμηνο), ανώτερα και έναντι της αντίστοιχης περυσινής του επίδοσης (-81,0 μονάδες). Η εμπιστοσύνη των πολιτών εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης ήδη από τα τέλη του περασμένου έτους: ο σχετικός δείκτης ενισχύθηκε στο δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου και έκτοτε βελτιώνεται μόνο οριακά, παραμένοντας ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο μέχρι και τον Μάρτιο. Οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν σταθερά τα τελευταία 3 χρόνια οι πιο απαισιόδοξοι Ευρωπαίοι. Οι αντίστοιχοι μέσοι ευρωπαϊκοί δείκτες το εξεταζόμενο τρίμηνο βελτιώνονται σε σχέση με το προηγούμενο κατά 2 μονάδες σε αμφότερες ΕΕ και Ευρωζώνη, στις -23,7 και -21,7 μονάδες αντίστοιχα. Βρίσκονται όμως αισθητά χαμηλότερα έναντι της αντίστοιχης περσινής επίδοσής τους (-20 μονάδες αντίστοιχα).
Οι τάσεις στα επιμέρους στοιχεία του δεί-κτη είναι ως επί το πλείστον θετικές το τρέχον τρίμηνο σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο. Συγκεκριμένα, οι πολύ αρνητικές προβλέψεις των ελλήνων καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους και την οικονομική κατάσταση της χώρας το επόμενο 12μηνο εξομαλύνονται, ενώ μικρή βελτίωση παρουσιάζει ο δείκτης πρόβλεψης για την ανεργία, παραμένοντας εν γένει εξαιρετικά δυσμενής. Όμως η πρόθεση για αποταμίευση επιδεινώνεται το εξεταζόμενο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο.
Κατά μέσο όρο, το ποσοστό εκείνων που είναι απαισιόδοξοι για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους πλησιάζει το 72% (από 79% το προηγούμενο τρίμηνο), με το 4% να αναμένει βελτίωση στα οικονομικά του το επόμενο διάστημα. Το 75% των Ελλήνων καταναλωτών διατυπώνουν δυσοίωνες προβλέψεις σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας (από 83% κατά μέσο όρο το τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου), ενώ αντίθετα, ως προς την πρόθεση για αποταμίευση καταγράφεται μικρή επιδείνωση στο σχετικό δείκτη, με τα 9/10 των νοικοκυριών (από 87%) να θεωρούν ως μη πιθανή ή καθόλου πιθανή την αποταμίευσή τους το επόμενο 12μηνο. Οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ανεργίας το επόμενο 12-μηνο παραμένουν εξαιρετικά δυσμενείς, παρά την ελαφρά βελτίωση στο μέση τιμή του δείκτη, στις +80 μονάδες από +82, αφού και εδώ σχεδόν τα 9/10 των Ελλήνων καταναλωτών αναμένουν άνοδό της το επόμενο διάστημα. Πάντως, ο δείκτης της προβλεπόμενης ανεργίας στο ίδιο χρονικό διάστημα του 2012 βρισκόταν σε υψηλότερα επίπεδα, στις +88 μονάδες κατά μέσο όρο. Τέλος, το ποσοστό των καταναλωτών που αναφέρει ότι είναι «χρεωμένο» αυξάνεται στο 22% (από 18% το προηγούμενο τρίμηνο), με το 7% (από 11%) των ερωτηθέντων να δηλώνει ότι αποταμιεύει λίγο ή πολύ. Τέλος, αυξάνεται στο 55% (από 53%) το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα», ενώ περιορίζεται στο 15% (από 18%), το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν ότι «αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους».
Ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στη Βιομηχανία κινείται το εξεταζόμενο διάστημα του τρέχοντος έτους υψηλότερα από ότι στο τέταρτο τρίμηνο του 2012, διαμορφούμενος στις 85,1 μονάδες (από 81,6), αισθητά υψηλότερα και σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή του επίδοση (72,9 μονάδες). Η εξέλιξη αυτή συνεχίζει την τάση ανάκαμψης που παρουσιάζεται στον τομέα το τελευταίο έτος. Στα βασικά στοιχεία δραστηριότητας, οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της παραγωγής το εξεταζόμενο τρίμηνο βελτιώνονται σημαντικά, με το σχετικό δείκτη να κινείται πλέον σε θετικά επίπεδα, στις +5 μονάδες κατά μέσο όρο (από -5). Λιγότερο δυσμενείς βαίνουν και οι εκτιμήσεις για το επίπεδο παραγγελιών και ζήτησης (στις -39 από -42 μονάδες ο σχετικός δείκτης), ενώ οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων μεταβάλλονται ελαφρώς ανοδικά, με το σχετικό δείκτη να κινείται στις +6 μονάδες (από +4). Από τα υπόλοιπα στοιχεία, η τρέχουσα εξαγωγική δραστηριότητα του τομέα επιδεινώνεται ελαφρά, αλλά οι προβλέψεις για την εξαγωγική δυναμική του επόμενου τριμήνου βελτιώνονται (+18 από +12 μονάδες το μέσο τριμηνιαίο ισοζύγιο). Ως προς την απασχόληση, το αρνητικό ισοζύγιο στις σχετικές προβλέψεις για τον τομέα παραμένει στα ίδια, αρνητικά επίπεδα κατά το εξεταζόμενο διάστημα, στις -20 μονάδες κατά μέσο όρο, επίδοση ελαφρώς υψηλότερη σε σύγκριση με το μέσο όρο του περυσινού πρώτου τριμήνου (-26 μονάδες). Το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού ελαττώνεται ήπια, αν ήδη βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, στο 64,5% (από 66% το προηγούμενο τρίμηνο), όμως το ίδιο διάστημα του 2012 ήταν ακόμα πιο χαμηλό (63%). Τέλος, οι μήνες εξασφαλισμένης παραγωγής διαμορφώνονται και αυτό το τρίμηνο κατά μέσο όρο στους 4, στα ίδια επίπεδα με τα αντίστοιχα περσινά.
Ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στο Λιανικό Εμπόριο το υπό εξέταση διάστημα ανήλθε στις 62,4 μονάδες, από τις 55,6 μονάδες το προηγούμενο τρίμηνο και από 53,5 μονάδες στο πρώτο τρίμηνο του 2012. Η άνοδος αυτή εκπορεύεται από τη μικρή βελτίωση που καταγράφεται σε όλα τα βασικά στοιχεία δραστηριότητας και κυρίως από την άνοδο του δείκτη στις εξαιρετικά χαμηλές τρέχουσες εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τις πωλήσεις τους. Συγκεκριμένα, ο δείκτης εκτιμήσεων για τις τρέχουσες πωλήσεις κερδίζει έδαφος σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και διαμορφώνεται 10 μονάδες υψηλότερα, στις -55 μονάδες. Στις προβλεπόμενες πωλήσεις των επιχειρήσεων, ο σχετικός αρνητικός δείκτης αμβλύνεται ελα-φρά, στις -54 κατά μέσο όρο, με το 60% των επιχειρήσεων να κρίνει ότι οι πωλήσεις του θα μειωθούν το προσεχές διάστημα. Ο αρνητικός δείκτης των αποθεμάτων διευρύνεται αισθητά, στις -13 μονάδες κατά μέσο όρο (από -2), χαμηλότερα σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή τιμή του (επίσης -2 μονάδες), υποδηλώνοντας την μη ανανέωσή τους, παρά την ύπαρξη μιας τάσης ρευστοποίησης. Οι αρνητικές προβλέψεις για τις παραγγελίες προς προμηθευτές μεταβάλλονται ήπια, στις -52 από -55 μονάδες, ενώ σχετικά με την απασχόληση στον τομέα, το εν λόγω ισοζύγιο παραμένει στις -40 μονάδες, με το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν μείωση της απασχόλησης στον τομέα το επόμενο διάστημα να βρίσκεται στο 40%. Τέλος, σε όρους τιμών, κυριαρχούν σταθερά οι αποπληθωριστικές προσδοκίες, οι οποίες εντείνονται αυτό το τρίμηνο, εκφραζόμενες πλέον από το 1/3 των επιχειρήσεων (από ¼), έναντι των προσδοκιών ανόδου των τιμών, τις οποίες και υιοθετεί μόλις το 5%. Στους επιμέρους εξεταζόμενους κλάδους, καταγράφεται σε όλους άνοδος των επιχειρηματικών προσδοκιών αυτό το τρίμηνο, εκτός από τα Οχήματα και Ανταλλακτικά, όπου σημειώνεται μικρή επιδείνωση.
Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις Κατασκευές το υπό εξέταση διάστημα χάνουν έδαφος σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, με το σχετικό ισοζύγιο να υποχωρεί στις +46,9 από +48,3 μονάδες, επίδοση πάντως υψηλότερη έναντι της αντίστοιχης περσινής (37,7 μονάδες). Οι εξαιρετικά αρνητικές προβλέψεις των επιχειρήσεων για το επίπεδο προγράμματος εργασιών τους εντείνονται περαιτέρω, με το σχετικό ισοζύγιο να κινείται στις -78 μονάδες (από -75), όπως και πέρυσι. Ο αρνητικός δείκτης απασχόλησης του τομέα παραμένει αμετάβλητος στις -33 μονάδες, με το 47% των επιχειρήσεων να αναμένει περαιτέρω μείωση των θέσεων εργασίας και το 14% αύξησή τους. Οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το τρέχον επίπεδο του προγράμματος εργασιών τους εξομαλύνονται, καθώς σχετικό ισοζύγιο να κινήθηκε από τις -37 στις -23 μονάδες, ενώ οι μήνες εξασφαλισμένης δραστηριότητας διπλασιάζονται στους 18, κυρίως λόγω της μεγάλης διεύρυνσής τους στις Κατασκευές Δημοσίων Έργων, απόρροια των προσδοκιών για ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την επανέναρξη των έργων στους μεγάλους οδικούς άξονες. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί άλλωστε και την ανάκαμψη του ισοζυγίου των προβλεπόμενων τιμών στις +4 μονάδες κατά μέσο όρο για το τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου (από -26). Τέλος, ένα περιορισμένο 2% (από 7%) των επιχειρήσεων αναφέρει ότι δεν αντιμετωπίζει προσκόμματα στη λειτουργία του. Από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, το 55% κρίνει ως σημαντικότερο εμπόδιο στη λειτουργία του την ανεπαρκή χρηματοδότηση, το 27% τη χαμηλή ζήτηση και ένα 18% παράγοντες όπως η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας και η ύφεση, η υψηλή φορολογία και η έλλειψη έ-ργων, η καθυστέρηση πληρωμών από το κράτος, οι μεγάλες εκπτώσεις, κ.ά. Ανά κλάδο, οι προσδοκίες μεταβάλλονται θετικά, αλλά ήπια αυτό το τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο στις Ιδιωτικές Κατασκευές, ενώ αντίθετα στις Κατασκευές Δημοσίων Έργων, ο σχετικός δείκτης χάνει έδαφος το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους, συμπαρασύροντας και το συνολικό δείκτη προς τα κάτω σε σύγκριση με το τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου.
Στις Υπηρεσίες, ο μέσος Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών το τρίμηνο Ιανου-αρίου – Μαρτίου κινείται ανοδικά σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, φθάνοντας στις 60,6 μονάδες, (από τις 56,5 μονάδες), ενώ βαίνει αυξανόμενος και σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο (54,3 μονάδες). Η άνοδος προέρχεται από τις βελτιωμένες κατά μέσο όρο εκτιμήσεις και προβλέψεις σχετικά με τη ζήτηση του τομέα. Συγκεκριμένα, ο δείκτης εκτιμήσεων για την τρέχουσα ζήτηση κερδίζει 10 μονάδες, κινούμενος στις -24, εξέλιξη ανάλογη με εκείνη της προβλεπόμενης ζήτησης το επόμενο διάστημα, όπου ο σχετικός δείκτης αυξάνεται κατά 24 μονάδες, ανερχόμενος στις -13 μονάδες. Αντιθέτως, ως προς την τρέχουσα δραστηριότητα των επιχειρήσεων, ο σχετικός αρνητικός δείκτης διευρύνεται στις -36 μονάδες (από -28), αντισταθμίζοντας εν μέρει το παραπάνω θετικό αποτέλεσμα. Από τα υπόλοιπα στοιχεία δραστηριότητας, βελτίωση παρουσιάζουν οι προβλέ-ψεις των ερωτηθέντων σχετικά με την απασχόληση, με το σχετικό ισοζύγιο να κερδίζει 10 μονάδες και να διαμορφώνεται στις -23 κατά μέσο όρο, ενώ ως προς τις τιμές, οι σχετικές προσδοκίες παραμένουν έντονα αποπληθωριστικές, στα ίδια σχεδόν επίπεδα με του προηγούμενου τριμήνου, με το 27% των επιχειρήσεων να αναμένει μείωσή τους και το συντριπτικό 71% σταθερότητα. Τέλος, παραμένει πλησίον του 10% και αυτό το τρίμηνο το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν αν-εμπόδιστη επιχειρηματική λειτουργία, με το 44% των ερωτηθέντων να δηλώνουν την ανεπάρκεια ζήτησης ως το βασικότερο εμπόδιο στη λειτουργία τους, το 29% την ανεπάρκεια κεφαλαίων κίνησης και το 15% τους εγχώριους παράγοντες που συνδέονται με τη γενική οικονομική κατάσταση και την κρίση, αλλά και τη διεθνή συγκυρία, την αδυναμία δανεισμού, την υψηλή φορολογία, την καθυστέρηση πληρωμών, το υποβαθμισμένο κέντρο της πρωτεύουσας, την άνοδο της εγκληματικότητας κ.ά.. Στους επιμέρους κλάδους, μόνο τα Ξενοδοχεία – Εστιατόρια – Ταξιδιωτικά Πρακτορεία καταγράφουν σημαντική κάμψη των επιχειρηματικών τους προσδοκιών το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου (στις 62 από 72 μονάδες ο δείκτης), η οποία όμως δεν είναι αρκετή για να αντισταθμίσει τις θετικές μεταβολές των δεικτών στους υπόλοιπους εξεταζόμενους κλάδους και ιδιαίτερα στις Χερσαίες μεταφορές και στιςΔιάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
[1]Λόγω της ετήσιας ανανέωσης του σχετικού βάρους ανά χώρα και της συμπερίληψης του 2012 στο κανονικοποιημένο δείγμα (1990-2012), τα στοιχεία έχουν αναθεωρηθεί από τη DG–ECFIN για τις προηγούμενες περιόδους. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία στο δείγμα του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος έχουν εν γένει αναθεωρηθεί προς τα πάνω , τόσο στο σύνολο (ΕΕ, Ευρωζώνη), όσο και ανά κράτος.