Τρεις μεταρρυθμίσεις

 

Γ. Βαρουφάκης Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εναποθέσει όλες της τις ελπίδες στον συνδυασμό λιτότητας-μετά-μεταρρυθμίσεων. Η λιτότητα υποτίθεται ότι θα δαμάσει τα ελλείμματα – και, μακροπρόθεσμα, τα χρέη – ενώ οι μεταρρυθμίσεις θα φέρουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και, έτσι, την ανάκαμψη.

 

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, των τελευταίων τριών ετών, συναινούν σε αυτή την πολιτική, εφαρμόζουν τη λιτότητα και υπόσχονται τις μεταρρυθμίσεις οσονούπω. Οι υπόλοιποι «σφαζόμαστε» για το αν η μνημονιακή λιτότητα αποτυγχάνει επειδή οι μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν όσο σβέλτα έπρεπε (η «μνημονιακή» άποψη) ή αν η λιτότητα που επιβάλει το Μνημόνιο δημιουργεί συνθήκες κατάρρευσης στις οποίες οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν (η «αντι-μνημονιακή» πεποίθηση, που είναι και δική μου). Δυστυχώς, αυτό το δίπολο μας εγκλωβίζει σε έναν διχασμό που επιδεινώνει την Κρίση, μειώνοντας τις αντιστάσεις της κοινωνίας μας σε αυτές.

Το χειρότερο είναι ότι αυτός ο διχασμός δεν είναι καν αναγκαίος. Μπορούμε κάλλιστα να διατηρήσουμε ο καθένας τις απόψεις του για το Μνημόνιο (και κατά πόσον αποτελεί φάρμακο ή δηλητήριο) αλλά να βρούμε κοινό τόπο όσον αφορά τις βασικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος. Και που τις έχει ανάγκη έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν αρχίζει ο ουρανός να βρέχει επενδύσεις και δάνεια με αρνητικά επιτόκια.

Πράγματι, το στείρο δίπολο Μνημονιακών-Αντιμνημονιακών μπορεί να σπάσει ή, τουλάχιστον, να «γαληνεύσει», στο πλαίσιο μιας σοβαρής, άνευ φόβου και πάθους, συζήτησης περί αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Σίγουρα υπάρχουν μεταρρυθμίσεις στις οποίες θα συμφωνήσουμε όλοι, ανεξάρτητα του αν πρεσβεύουμε την εφαρμογή ή την ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας. Το ερώτημα είναι: Ποιες είναι αυτές;

Ο κίνδυνος για μια τέτοια συζήτηση είναι ότι θα αποπροσανατολιστεί είτε προς την κατεύθυνση γενικόλογης συναίνεσης, που όμως στην πράξη δεν οδηγεί πουθενά (π.χ. «να χτυπηθεί η φοροδιαφυγή»), είτε προς την κατεύθυνση μιας τιτάνιας σύγκρουσης (π.χ. για το αν θα πρέπει να απολυθούν εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι). Με στόχο την αποφυγή τέτοιου αδιεξόδου, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε τρεις μεταρρυθμίσεις που αξίζει να συζητήσουμε και οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν πεδίο συμφωνίας.

Μεταρρύθμιση 1: Ενιαίο καθεστώς εξαρτημένης-μισθωτής εργασίας

Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, το 2000, θυμάμαι το σοκ που ένιωσα όταν συνειδητοποίησα πόσοι εργαζόμενοι, ιδίως νέοι, εργάζονταν με «μπλοκάκι», με δελτίο παροχής υπηρεσιών, λες και ήταν υδραυλικοί. Ακόμα περισσότερο με είχε εξοργίσει το γεγονός ότι κανείς, στην Ελλάδα, δεν κατανοούσε την οργή μου με την πρακτική της συνειδητής διχοτόμησης της αγοράς εργασίας μεταξύ προστατευόμενης μισθωτής εργασίας και μισθωτής εργασίας με μπλοκάκι, όπου ο μισθός αντιμετωπίζεται όπως μια οποιαδήποτε τιμή (π.χ. των μαρουλιών ή της επισκευής μιας βρύσης από ελεύθερο επαγγελματία-υδραυλικό). Ότι ακόμα και τα συνδικάτα, πέραν κάποιων εθιμοτυπικών δηλώσεων, δεν έδειχναν καμία διάθεση να κινητοποιηθούν εναντίον αυτού του ιδιότυπου, σκανδαλώδους – καθαρά ελληνικού – θεσμού.

Αυτός ο διαχωρισμός πρέπει, ιδίως τώρα, εν μέσω Κρίσης, να μας εξοργίζει όλους. Αριστερούς, Μνημονιακούς, αντιπολιτευόμενους, κυβερνητικούς, νεοφιλελεύθερους και αντι-Μνημονιακούς. Όπως και να το δούμε το θέμα, η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι διαβολική. Έχουμε δημιουργήσει μια (όλο και διογκούμενη) κατηγορία εργαζόμενων οι οποίοι (α) παρέχουν εξαρτημένη μισθωτή εργασία αλλά αναγκάζονται να το κάνουν σαν η εργασία τους να ήταν ένα οποιοδήποτε εμπόρευμα και (β) δεν έχουν καν το δικαίωμα να επιλέγουν πώς θα αυτο-ασφαλιστούν αλλά, αντίθετα, υποχρεώνονται να πληρώνουν ασφάλιστρα σε έναν συγκεκριμένο οργανισμό, το ΤΕΒΕ, ανεξάρτητα των εισοδημάτων τους, γνωρίζοντας ότι η πρόνοια και οι συντάξεις που θα λάβουν ως αντάλλαγμα (αν λάβουν), όταν τη χρειαστούν, δεν αξίζει τα χρήματα που καταβάλουν.

Αυτή η πραγματικότητα έπρεπε, φίλες και φίλοι, να εξαγριώνει Αριστερούς και Δεξιούς, θιασώτες της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και όσους πιστεύουν ότι μια πολιτισμένη κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίζει την εργασία ως κάτι που υπερβαίνει την έννοια του εμπορεύματος, του οποίου η τιμή και η ποσότητα καλώς προσδιορίζεται αποκλειστικά από την αγορά. Οι νεοφιλελεύθεροι γνωρίζουν ότι μια τέτοια διχοτομημένη αγορά εργασίας σημαίνει κάτι απλό: όπως το κακό, το κάλπικο, χρήμα διώχνει το καλό χρήμα (ο νόμος του Gresham), έτσι και οι κακές θέσεις εργασίας (εκείνες με το μπλοκάκι) διώχνουν τις καλές. Όσο για τους Αριστερούς, κι αυτοί γνωρίζουν (αν έχουν διαβάσει τον Μαρξ τους) ότι μια διχοτομημένη αγορά εργασίας όχι μόνο αυξάνει την εκμετάλλευση μεγάλης μάζας φοβισμένων και ανασφαλών εργαζόμενων αλλά, παράλληλα, μειώνει την ενεργό ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, βαθαίνοντας την Κρίση.

Να, λοιπόν, μια ευκαιρία για να συμφωνήσουμε ότι αυτό το καθεστώς διχοτόμησης της αγοράς εργασίας πρέπει να λήξει άμεσα. Το δύσκολο θα είναι να συμφωνήσουμε ποια εξασφάλιση πρέπει να έχει ένας μισθωτός, τι αποζημίωση πρέπει να προβλέπεται σε περίπτωση απόλυσης, πόση πρέπει να είναι η συμμετοχή του εργοδότη στην κοινωνική ασφάλιση του εργαζόμενου κ.λπ. Όμως, από τη στιγμή που συμφωνήσουμε σε αυτά, θα πρέπει να ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους. Χωρίς καμία εξαίρεση. Δια ροπάλου. (Και μη μου πείτε ότι αυτό είναι δύσκολο να επιβληθεί. Και η φορολόγηση είναι δύσκολο να επιβληθεί, αλλά δεν ακούω κανέναν να υποστηρίζει ότι πρέπει να καταργηθεί η υποχρεωτικότητα της καταβολής φόρων, επειδή η επιβολή της είναι δύσκολη!)

Πρόταση 1: Επανεξέταση των συμβάσεων εργασίας και νομική κατοχύρωση της υπαγωγής όλων των εργαζόμενων οι οποίοι τελούν υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας σε αυτές (π.χ. είναι υποχρεωμένοι να παρουσιάζονται συγκεκριμένες ώρες στον χώρο δουλειάς, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, για πάνω από δύο μήνες) με πλήρη κατάργηση της πρακτικής της πρόσληψης με δελτίο παροχής υπηρεσιών.

Μεταρρύθμιση 2: Κατάργηση της υποχρεωτικότητας του ΤΕΒΕ

Αυτό που συμβαίνει με το ΤΕΒΕ στη χώρα μας είναι εξωφρενικό. Σκεφτείτε το: Αποφασίζει ένας νέος άνθρωπος να ξεκινήσει, π.χ. με δύο-τρεις φίλους, μια δουλειά και, χωρίς να ξέρει πώς θα πάει, τον αναγκάζουμε να πληρώνει ένα σοβαρό ποσό, μηνιαίως, σε ασφαλιστικό ταμείο το οποίο ούτε διαλέγει, ούτε σοβαρές υγειονομικές υπηρεσίες του προσφέρει και ούτε θα του δώσει σύνταξη της προκοπής, αν θα του δώσει. Αν, μάλιστα, έπειτα από π.χ. δύο χρόνια, η δουλειά αυτή κλείσει, τα χρήματα που κατέβαλε στο ΤΕΒΕ χάθηκαν. Ανεπιστρεπτί. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το ποσόν που πληρώνει είναι ανεξάρτητο από τα καθαρά του εισοδήματα. Πληρώνει το ίδιο είτε η επιχείρηση «στήνεται» και δεν έχει ακόμα έσοδα είτε έχει μεγάλα κέρδη.

Αν το καλοσκεφτούμε, πρόκειται για έναν ξενδιάντροπο κεφαλικό φόρο που αποτελεί τεράστιο αντικίνητρο για να ξεκινήσει κάποιος μια δουλειά. Μάλιστα, υπό το σημερινό καθεστώς της μισθωτής εργασίας με μπλοκάκι, όπου για να αποκτήσει ο εργαζόμενος μπλοκάκι υποχρεώνεται να συμβληθεί με το ΤΕΒΕ, είναι σαν να φορολογούμε τον πιο αδύναμο εργαζόμενο οδηγώντας τον, ουσιαστικά, στην αγκαλιά του ΟΑΕΔ. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, σε ευρυνητικό πρόγραμμα που γνωρίζω καλά, προβλεπόταν αμοιβή για μεταπτυχιακούς φοιτητές, 10 χιλιάδων τον χρόνο. Επειδή, όμως, για πάνω από τις 5 χιλιάδες ετήσιο εισόδημα ο μισθωτός αναγκάζεται (βλ. πιο πάνω) να εργάζεται με μπλοκάκι, οι νέοι επιστήμονες θα εξαναγκάζονταν να πληρώσουν, πέραν των κανονικών φόρων, το ΤΕΒΕ και, ενίοτε, τον κεφαλικό φόρο για το μπλοκάκι – αφήστε τη γραφειοκρατία του να γραφτούν στο ΤΕΒΕ, να πάρουν δελτίο παροχής από την Εφορία, να πρέπει να κάνουν δήλωση ΦΠΑ κ.λπ. Δεν είναι περίεργο ότι προτίμησαν να μην αποδεχθούν την ερευνητική θέση που τους προσφέραμε.

Πρόταση 2: Κατάργηση της υποχρεωτικότητας του ΤΕΒΕ για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Στο πλαίσιο της άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος, ας επιλέξουν ελεύθερα τον τρόπο με τον οποίο θα ασφαλιστούν ή θα αποταμιεύσουν. Αν το ΤΕΒΕ μπορεί να τους παράσχει καλύτερες υπηρεσίες από την αυτο-ασφάλιση, τότε από μόνοι τους θα επιλέξουν να συμβληθούν σε αυτό. Δεδομένου μάλιστα ότι, με την Πρόταση 1 πιο πάνω, κανείς μισθωτός δεν θα έχει πλέον ανάγκη το ΤΕΒΕ (καθώς το εξάμβλωμα της εξαρτημένης-εργασίας-με-μπλοκάκι θα αποτελεί παρελθόν) πρόβλημα ουδέν.

Μεταρρύθμιση 3: Κατάργηση της προ-πληρωμής του ΦΠΑ

Είναι δυνατόν, ιδίως σε αυτή την εποχή της Κρίσης, επιχειρήσεις που βουλιάζουν επειδή οι πελάτες τους καθυστερούν μήνες και χρόνια να τις εξοφλήσουν (για αγαθά και υπηρεσίες που έλαβαν) να πρέπει να προκαταβάλουν τον ΦΠΑ; Από πού κι ως πού ο ΦΠΑ καταβάλεται προτού εισπραχθεί το τίμημα από την επιχείρηση; Με το ισχύον καθεστώς, οι επιχειρήσεις τελούν υπό καθεστώς ομηρείας κακοπληρωτών και κλείνουν, καθώς το κράτος εισπράττει το μερτικό του από συναλλαγές που δεν ολοκληρώθηκαν και που μπορεί ποτέ να μην ολοκληρωθούν.

Πρόταση 3: Πολύ απλά, ο ΦΠΑ να καταβάλεται την ημέρα της είσπραξης και όχι με την έκδοση του τιμολογίου. Ούτε πριν, ούτε και μετά. Στην εποχή του webbanking δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη σταματήσει αυτός ο παραλογισμός που οδηγεί επιχειρήσεις στο λουκέτο και καταστρέφει ζωές.

Επίλογος

Μια λέξη κυριαρχεί κάθε φορά που ένα καθεστώς τελεί υπό κατάρρευση. Η λέξη «μεταρρυθμίσεις». Να θυμίσω στους νεότερους ότι η δική μας γενιά (των πενηντάρηδων) πρωτογνώρισε την έννοια των «μεταρρυθμίσεων» από τις ατέρμονες συζητήσεις που γινόντουσαν στη Σοβιετική Ένωση (και στο πλαίσιο των οποίων οι δυτικοί Κρεμλινολόγοι κατέτασσαν τους διάφορους σοβιετικούς ηγέτες στις κατηγορίες «μεταρρυθμιστές» και «σκληροπυρηνικοί».

Σήμερα που η Ελλάδα τελεί υπό κατάρρευση έχουμε υποχρέωση, από τη μία, να συζητάμε έντονα το αν η μνημονιακή πολιτική θα επισπεύσει ή θα αποτρέψει την ολοκληρωτική κατάρρευση αλλά, από την άλλη, να συνεννοηθούμε για κάποιες βασικές μεταρρυθμίσεις, αλλαγές, εξορθολογισμό – πείτε το όπως θέλετε. Γιατί ό,τι και να γίνει με το Μνημόνιο, την ΕΚΤ, την Ευρωζώνη και τα λοιπά «μεγάλα» ζητήματα, πρέπει να κοιτάξουμε τα «μικρά» που όμως, όσο μικρά και να ‘ναι, αποτελούν καρκινώματα που καταστρέφουν το δυναμικό της κοινωνικής μας οικονομίας. Ας βρούμε πού υπάρχει κοινός τόπος και ας δράσουμε, τουλάχιστον, σε αυτόν.

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.oikonomia&id=22661

 

Ποιες μεταρρυθμίσεις;

Μια απάντηση στον Γιάννη Βαρουφάκη

 

Θανάσης Σκόκος

Διάβασα πολλές φορές και με προσοχή το “Τρεις μεταρρυθμίσεις” του Γιάνη Βαρουφάκη. Ο πρόλογος με ενθουσίασε. Ναι, να βγούμε από τα μνημονιακά-αντιμνημονιακά χαρακώματα και να συζητήσουμε ουσιαστικά, με λογική και γνώση, για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έχουμε ανάγκη ως χώρα. Συμφωνώ απολύτως και, μάλλον, θα συμφωνούν και άλλοι πολλοί στη γενική ιδέα. Μετά, πέρασα στις προτάσεις. Πρόκειται για θέματα που τα έζησα από πρώτο χέρι στον εργασιακό βίο μου και στο πέρασμά μου από τη διοίκηση ασφαλιστικού οργανισμού. Βλέπω, όμως, τα πράγματα κάπως έως πολύ διαφορετικά από ό,τι ο Γ.Β. στις προτάσεις του. Και εξηγούμαι.

1. Ενιαίο καθεστώς εξαρτημένης μισθωτής εργασίας. 
1.1. Ενιαίο καθεστώς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μήπως;
 
Μόλις είδα τον τίτλο, ο νους μου πήγε σε μια πρόταση για ενιαίο καθεστώς μισθωτής εργασίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Αυτός είναι ο μεγάλος διαχωρισμός σήμερα στην εξαρτημένη μισθωτή εργασία, αυτή θα πρέπει να είναι και η μεγάλη μεταρρύθμιση που θα έπρεπε λογικά να συζητήσουμε. Δυστυχώς, δεν επρόκειτο για αυτό, αλλά για την κατάργηση της μισθωτής σχέσης που καλύπτεται από Αποδείξεις Παροχής Υπηρεσιών (ΑΠΥ) ή, κοινώς, αμοιβή με μπλοκάκι.

1.2. Ας μιλήσουμε για τα «μπλοκάκια».
Η εξαρτημένη σχέση εργασίας με αμοιβή μέσω ΑΠΥ δεν είναι σύννομη. Τελεία και παύλα. Αν καταγγελθεί στο ΙΚΑ ή στην Επιθεώρηση Εργασίας, παρεμβαίνουν και κανονικά ο εργοδότης καταβάλλει αναδρομικά ασφαλιστικές εισφορές, τα αναλογούντα πρόστιμα κ.λπ. Τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις καθορίζουν ότι οι απολυόμενοι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας δικαιούνται κανονικής αποζημίωσης μισθωτού. Επομένως, δεν χρειάζονται νέοι νόμοι και ρυθμίσεις. Αυτό που μάλλον παραβλέπει ή αγνοεί ο Γ.Β. είναι ότι και στην περίπτωση της κανονικής μισθωτής σχέσης ο εργαζόμενος ασφαλίζεται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ και καταβάλλει, όπως και ο εργοδότης, ασφαλιστικές εισφορές κατά κανόνα υψηλότερες. Δεν νοείται, με βάση τον νόμο, εργασιακή δραστηριότητα χωρίς κοινωνική ασφάλιση.

1.2.1 Γιατί όμως παρ’ όλα αυτά ήταν μια «δημοφιλής» σχέση εργασίας στους μηχανικούς για παράδειγμα που ήταν και πρωτοπόροι στην καθιέρωσή της;
Μια πρώτη αβασάνιστη απάντηση είναι ότι υπέκυπταν στην πίεση του εργοδότη προκειμένου να μη χάσουν τη δουλειά τους. Πρόκειται όμως για αυτό; Όχι, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την εμπειρία μου στους μηχανικούς, αλλά και άλλες επαγγελματικές κατηγορίες. Το μπλοκάκι υπήρξε προσφιλής επιλογή καταστρατήγησης του νόμου με οφέλη, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες. Ο μηχανικός, για παράδειγμα, «γεννιέται» ασφαλισμένος στο ΤΣΜΕΔΕ από τη στιγμή που αποκτά δίπλωμα (ασφάλιση ιδιότητας). Μπορούμε να το συζητήσουμε αν είναι σωστό αυτό σήμερα, αλλά έτσι είναι. Αν επέλεγε κανονική εξαρτημένη σχέση δεν θα άλλαζε τίποτε στις παροχές του ασφαλιστικού φορέα του. Τόσο, όμως, αυτός, όσο και ο εργοδότης του, θα είχαν υψηλότερες ασφαλιστικές καταβολές όχι μόνο στο ΤΣΜΕΔΕ αλλά και μέσω ΙΚΑ(!) προς τρίτους, δηλαδή Εργατική Εστία, ΟΕΚ κ.ά. για «παροχές» που σπάνια ή ποτέ απολάμβαναν και, κυρίως, δεν επιθυμούσαν. Με άλλα λόγια, με ίδιους ονομαστικούς μεικτούς μισθούς θα εισέπραττε λιγότερα καθαρά.

Επιπλέον, ο μισθωτός με μπλοκάκι επωφελείτο από τους χαμηλούς μοναδικούς συντελεστές φορολογίας των ελεύθερων επαγγελματιών. Κοίταζε μόνον αν τον συνέφεραν οι συνολικές ετήσιες αποδοχές του, πλέον το κόστος της ασφάλισης. Αν ο εργοδότης επιχειρούσε να τον απολύσει χωρίς αποζημίωση κινδύνευε με καταγγελία που η οικονομική της συνέπεια ήταν σαφώς πιο επώδυνη. Επομένως, η λύση της συνεργασίας γινόταν «φιλικά». Οι εργοδότες που επωφελούνται δεν είναι μόνον ή, κυρίως, το «μεγάλο κεφάλαιο» αλλά και μικρομεσαίοι εργολάβοι, αντιπρόσωποι, μελετητικά γραφεία. Αντίθετα, η βιομηχανία ακολουθούσε κατά κανόνα την τυπική μισθωτή σχέση. Υπήρχαν δουλειές, ο εργαζόμενος είχε κοινωνική ασφάλιση και ο τρόπος δεν άφηνε κανέναν παραπονεμένο. Να πώς απαντιέται η απορία γιατί, δηλαδή, οι συνδικαλιστικοί φορείς έκαναν το κορόιδο.

Η κρίση αποθράσυνε πρώτους τους εργοδότες με μπλοκάκι. Μετά, ήρθε η σειρά των κανονικών μισθωτών. Σήμερα, με την κατάρρευση της αγοράς εργασίας, των αμοιβών, των κλαδικών συμβάσεων, τη μερική απασχόληση με ατομικές συμβάσεις και την αλλαγή της φορολογίας η μετακίνηση από το μπλοκάκι στη μισθωτή σχέση δεν σημάνει και το πέρασμα από την κόλαση στον παράδεισο. Πλέον, παρόμοιες είναι οι συνθήκες και στην «επίσημη» μισθωτή εργασία. Αλλά δεν χρειάζεται νέα νομοθεσία για να σταματήσει αυτό, όπως κατάλαβα ότι προτείνει ο Γ.Β. Η υποβολή των καταστάσεων ΑΠΥ, ηλεκτρονικά, σε έναν κεντρικό ελεγκτικό μηχανισμό, το αποδεικνύει αυτόματα. Αυτό θα έφερνε λίγο περισσότερα έσοδα στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, σίγουρα σε βάρος των πραγματικών αμοιβών. Ας γίνει αλλά μάλλον δεν είναι αυτό που θα επιθυμούσε ο προτείνων (μεγαλύτερες εισφορές). Επιπλέον, συνιστά αυτό κάποια μεταρρύθμιση;

2. Κατάργηση της υποχρεωτικότητας του ΤΕΒΕ; 
Εδώ, ας μου επιτραπεί να πω ότι το πράμα ξεφεύγει και η σύγχυση είναι σοβαρή. Δεν είναι δυνατόν να μπλέκουμε τη φορολογία με τις ασφαλιστικές εισφορές και να προκρίνουμε σαν «λύση» την κατάργηση της αρχής της υποχρεωτικότητας της κοινωνικής ασφάλισης (ΚΑ) στο όνομα των υπαρκτών προβλημάτων της. Εντυπωσιάζει η απορριπτική περιφρόνηση με την οποία ο Γ.Β. αντιμετωπίζει στο άρθρο τον ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ) και κατ’ επέκταση το σύνολο της ΚΑ. Αν γινόταν σήμερα μια μαζική απασφάλιση από τον ΟΑΕΕ, ο κρατικός προϋπολογισμός (νέοι φόροι) και περικοπές συντάξεων και περίθαλψης θα έπρεπε να αναλάβουν το αναδιανεμητικό έλλειμμα. Αυτό προτείνει;

Κανείς δεν αισθάνεται την ανάγκη να ασφαλιστεί όταν είναι νέος. Αυτό έρχεται να καλύψει η αρχή της υποχρεωτικότητας της κοινωνικής ασφάλισης μαζί με την αναγκαία αναδιανεμητική χρηματοδότηση με βάση την αρχή της αλληλεγγύης των γενεών. Μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων με ελάχιστο ή και καθόλου ασφαλιστικό χρόνο δικαιώθηκαν συντάξεις για κοινωνικούς λόγους αλλά και ως εκλογικοί πελάτες σε βάρος συνεπών «κορόιδων» συναδέλφων τους. Είναι μια από τις αιτίες της κατάρρευσης του συστήματος. Είναι ανακριβής ο ισχυρισμός του Γ.Β. ότι όποιος ασφαλίζεται για π.χ. δύο χρόνια «χάνει τα χρήματά του ανεπιστρεπτί». Πρόκειται για «ασφαλιστικό βίο» που προσμετράται στη συνταξιοδότηση. Είναι δυνατόν να χαρακτηρίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές «ξεδιάντροπος κεφαλικός φόρος»; Σε ποια συγγράμματα είναι γραμμένο αυτό;

3. Προ-πληρωμή ΦΠΑ;
Με βάση αυτήν τη «μεταρρύθμιση», το κράτος θα πρέπει να γίνεται συμβαλλόμενος στη συμφωνία πωλητή-αγοραστή για την επί πιστώσει εξόφληση αγαθών και υπηρεσιών. Είναι λογικό αυτό που στο κάτω-κάτω είναι δύσκολα ή καθόλου ελέγξιμο, για ένα κράτος μάλιστα που βρίσκεται σε δημοσιονομική κατάρρευση και εξαιτίας της φοροκλοπής; Δικαίωμα των συναλλασσομένων είναι να διακανονίζουν όπως συμφωνούν το καθαρό ποσό του τιμολογίου. Από πού κι ως πού είναι μεταρρύθμιση να παρακολουθεί ιδιωτικούς διακανονισμούς ένας παρακρατούμενος φόρος για λογαριασμό του Δημοσίου; Οι δοκιμαζόμενοι μισθωτοί και συνταξιούχοι προκαταβάλλουν φόρους. Ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να καταβάλει κατά τη συναλλαγή –και όχι προκαταβολικά, όπως ισχυρίζεται ο Γ.Β.
το 1/5 ή το 1/6 του ποσού της συναλλαγής και να διακανονίσει το υπόλοιπο; Αν δεν μπορεί, τότε με την πρόταση τον διευκολύνουμε να μην το καταβάλει ποτέ.

Συμπέρασμα
Δεν συνιστούν μεταρρυθμίσεις οι περιπτωσιολογικές θεραπείες στρεβλώσεων στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης. Δεν θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε Δεξιοί-Αριστεροί, μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί στην κατάργηση της υποχρεωτικότητας της κοινωνικής ασφάλισης που θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε άμεση χρεοκοπία ασφαλιστικά ταμεία και κράτος. Η συζήτηση πρέπει να γίνει για το τι είδους ασφαλιστικό σύστημα θέλουμε. Ποιες είναι οι σχέσεις εισφορών-παροχών που το καθιστούν δίκαιο και βιώσιμο. Ποιες ήταν οι πραγματικές αιτίες που το οδήγησαν στη χρεοκοπία. Αυτή είναι η δύσκολη αλλά αναγκαία συζήτηση για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση. Σε αυτό το πλαίσιο θα κριθούν και οι περιπτώσεις των στρεβλώσεων που σωστά επισημαίνει ο Γ.Β. Ένας ερευνητής περιορισμένου έργου και θητείας, για παράδειγμα, εφόσον το επιθυμεί, μπορεί να έχει μόνον ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και όχι συνταξιοδοτική κάλυψη. Οι εισφορές των νέων επιχειρηματιών μπορεί, για κάποιο αρχικό διάστημα, να είναι μειωμένες. Οι εισφορές των επιχειρηματιών μπορεί να είναι μεικτές, δηλαδή ένα πλαφόν ελάχιστων ατομικών και ποσοστιαίες με βάση το ατομικό επιχειρηματικό εισόδημα και την εταιρική κερδοφορία. Μπορούμε να κουβεντιάσουμε κάποιον συμπληρωματικό ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης σε όλα αυτά. Αυτή είναι η δύσκολη αλλά αναγκαία κουβέντα για μεταρρυθμίσεις με αρχές και αριθμούς. Χωρίς δημαγωγίες. Όσο για την καταβολή του ΦΠΑ, δεν πρέπει να χωράει κουβέντα για τη μη άμεση καταβολή του. Ξεκινώντας από το Δημόσιο που, ενώ δεν το καταβάλλει με τη στάση πληρωμών, απαιτεί από τους προμηθευτές του την καταβολή του.

Αυτά, και καλόπιστα, θέλοντας να συμβάλω σε αυτόν τον διάλογο που προτείνει ο Γ.Β.   

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.oikonomia&id=22771